μύγα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μυίγα]], η<br />(ΑΜ μυῑα, Α αττ. τ. μῡα, Μ και [[μυίγα]] και μύγια)<br />γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] βραχύπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν [[κυρίως]] στις οικογένειες myscidae και calliphoridae («ὡς ὅτε [[μήτηρ]] παιδὸς ἐέργη μυῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μύγα]] της [[ελιάς]]» — ο [[δάκος]]<br />β) «[[μύγα]] τσε τσε»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] μύγας τών τροπικών χωρών που μεταδίδει τη λεγόμενη νόσο του ύπνου<br />γ) «ιπτάμενες μύγες»<br /><b>ιατρ.</b> υποκειμενικό [[αίσθημα]] μικρών μελανών κηλίδων που αιωρούνται [[μπροστά]] από τα μάτια, [[αίσθημα]] το οποίο οφείλεται στην ύπαρξη κυττάρων ή κυτταρικών υπολειμμάτων στο υαλοειδές [[σώμα]]<br />δ) «βαράει μύγες» — [[είναι]] [[αργόσχολος]], [[οκνηρός]], τεμπελιάζει<br />ε) «χάφτει μύγες»<br />i) [[είναι]] [[ανόητος]], [[χαζός]]<br />ii) δεν κάνει [[τίποτε]]<br />στ) «σαν τη [[μύγα]] μες στο [[γάλα]]» — λέγεται για [[οτιδήποτε]] [[είναι]] δυσαρμονικό, αταίριαστο ή για [[κάτι]] που διακρίνεται έντονα από το [[περιβάλλον]] του<br />ζ) «κόλλησε σαν τη [[μύγα]] στο [[μέλι]]» — λέγεται για εκείνον που προσκολλάται ή αφιερώνεται σε [[κάτι]] ή σε κάποιον [[πέρα]] από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «βγάζει κι από τη [[μύγα]] [[ξίγγι]]» — λέγεται για εκείνον που επιδιώκει να κερδίσει ή να ωφεληθεί από το [[καθετί]], [[μολονότι]] οι άλλοι δεν το θεωρούν επικερδές ή επωφελές<br />β) «όποιος έχει τη [[μύγα]] μυγιάζεται» — όποιος δεν [[είναι]] εν τάξει ή σκέπτεται πονηρά εκλαμβάνει ως υπαινιγμό [[εναντίον]] του [[κάτι]] που λέγεται, [[έστω]] και αν δεν απευθύνεται σε αυτόν<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στη [[γλώσσα]] τών χωρικών) η [[μέλισσα]]<br /><b>2.</b> ελαφρό [[βέλος]]<br /><b>3.</b> μικρό πολεμικό [[πλοίο]] εξοπλισμένο με βλητικές μηχανές οι οποίες [[κατά]] μικρά χρονικά διαστήματα εξακόντιζαν βέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολικό [[θάρρος]] («καὶ οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη [[μάλα]] περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δειπνεῖν [[ἄκλητος]] μυῑα ([[εἰμί]])» — [[πηγαίνω]] [[απρόσκλητος]] σε [[δείπνο]] σαν τη [[μύγα]]<br />β) «μυῑα [[χαλκῆ]]» — [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν» — λέγεται γι' αυτούς που μεγαλοποιούν τα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μυῖα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>yα</i> προήλθε με σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>sy</i>- και [[συναίρεση]], που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>-, <i>mus</i>- «ηχομίμηση του βόμβου της μύγας και του κουνουπιού», εμφανίζει δε [[επίθημα]] -<i>ya</i>, δηλωτικό θηλ. ονομ. ζώων (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[νήσσα]]). Η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>mus</i>-<i>ia</i>, <i>mus</i>-<i>ē</i> «[[μύγα]]», αρχ. σλαβ. <i>mucha</i> «[[μύγα]]» και <i>mŭšica</i> «μικρή [[μύγα]]», λατ. <i>musca</i>, αρχ. σαξ. <i>muggia</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>mucka</i>. Ο νεοελλ. τ. [[μύγα]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>μύγια</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] με [[ανάπτυξη]] -<i>j</i>- από τη [[συνίζηση]] του συμπλέγματος <i>ῖα</i> (<b>πρβλ.</b> [[ιατρός]] - [[γιατρός]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>μυιικός</i>, [[μυΐνδα]], [[μυΐτις]], [[μυιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μυγάκι]], [[μυγιάζομαι]], [[μυγίτσα]], [[μυγούλα]], [[μυΐαση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μυιοειδής]], [[μυιοθήρας]], [[μυιοσόβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μυίαγρος]], [[μυιάκυνα]], [[μυιόπτερον]], [[μυιοσόβος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυιοκέφαλον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυιοφόρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μυγιάγγιχτος]], [[μυγοκάθισμα]], [[μυγοσκοτώστρα]], [[μυγοχάφτης]], [[μυγόχεσμα]], [[μυγοπαγίδα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυνάμυια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλογόμυγα]], <i>βοϊδόμυγα</i>, <i>γαϊδουρόμυγα</i>, [[κρεατόμυγα]], <i>πρασινόμυγα</i>, [[σκατόμυγα]], [[σκυλόμυγα]], [[τυφλόμυγα]], [[χρυσόμυγα]]].
|mltxt=και [[μυίγα]], η<br />(ΑΜ μυῑα, Α αττ. τ. μῡα, Μ και [[μυίγα]] και μύγια)<br />γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] βραχύπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν [[κυρίως]] στις οικογένειες myscidae και calliphoridae («ὡς ὅτε [[μήτηρ]] παιδὸς ἐέργη μυῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μύγα]] της [[ελιάς]]» — ο [[δάκος]]<br />β) «[[μύγα]] τσε τσε»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] μύγας τών τροπικών χωρών που μεταδίδει τη λεγόμενη νόσο του ύπνου<br />γ) «ιπτάμενες μύγες»<br /><b>ιατρ.</b> υποκειμενικό [[αίσθημα]] μικρών μελανών κηλίδων που αιωρούνται [[μπροστά]] από τα μάτια, [[αίσθημα]] το οποίο οφείλεται στην ύπαρξη κυττάρων ή κυτταρικών υπολειμμάτων στο υαλοειδές [[σώμα]]<br />δ) «βαράει μύγες» — [[είναι]] [[αργόσχολος]], [[οκνηρός]], τεμπελιάζει<br />ε) «χάφτει μύγες»<br />i) [[είναι]] [[ανόητος]], [[χαζός]]<br />ii) δεν κάνει [[τίποτε]]<br />στ) «σαν τη [[μύγα]] μες στο [[γάλα]]» — λέγεται για [[οτιδήποτε]] [[είναι]] δυσαρμονικό, αταίριαστο ή για [[κάτι]] που διακρίνεται έντονα από το [[περιβάλλον]] του<br />ζ) «κόλλησε σαν τη [[μύγα]] στο [[μέλι]]» — λέγεται για εκείνον που προσκολλάται ή αφιερώνεται σε [[κάτι]] ή σε κάποιον [[πέρα]] από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «βγάζει κι από τη [[μύγα]] [[ξίγγι]]» — λέγεται για εκείνον που επιδιώκει να κερδίσει ή να ωφεληθεί από το [[καθετί]], [[μολονότι]] οι άλλοι δεν το θεωρούν επικερδές ή επωφελές<br />β) «όποιος έχει τη [[μύγα]] μυγιάζεται» — όποιος δεν [[είναι]] εν τάξει ή σκέπτεται πονηρά εκλαμβάνει ως υπαινιγμό [[εναντίον]] του [[κάτι]] που λέγεται, [[έστω]] και αν δεν απευθύνεται σε αυτόν<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στη [[γλώσσα]] τών χωρικών) η [[μέλισσα]]<br /><b>2.</b> ελαφρό [[βέλος]]<br /><b>3.</b> μικρό πολεμικό [[πλοίο]] εξοπλισμένο με βλητικές μηχανές οι οποίες [[κατά]] μικρά χρονικά διαστήματα εξακόντιζαν βέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολικό [[θάρρος]] («καὶ οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη [[μάλα]] περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δειπνεῖν [[ἄκλητος]] μυῑα ([[εἰμί]])» — [[πηγαίνω]] [[απρόσκλητος]] σε [[δείπνο]] σαν τη [[μύγα]]<br />β) «μυῖα [[χαλκῆ]]» — [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν» — λέγεται γι' αυτούς που μεγαλοποιούν τα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μυῖα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μυσ</i>-<i>yα</i> προήλθε με σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>sy</i>- και [[συναίρεση]], που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ū</i>-, <i>mus</i>- «ηχομίμηση του βόμβου της μύγας και του κουνουπιού», εμφανίζει δε [[επίθημα]] -<i>ya</i>, δηλωτικό θηλ. ονομ. ζώων (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[νήσσα]]). Η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>mus</i>-<i>ia</i>, <i>mus</i>-<i>ē</i> «[[μύγα]]», αρχ. σλαβ. <i>mucha</i> «[[μύγα]]» και <i>mŭšica</i> «μικρή [[μύγα]]», λατ. <i>musca</i>, αρχ. σαξ. <i>muggia</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>mucka</i>. Ο νεοελλ. τ. [[μύγα]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>μύγια</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] με [[ανάπτυξη]] -<i>j</i>- από τη [[συνίζηση]] του συμπλέγματος <i>ῖα</i> (<b>πρβλ.</b> [[ιατρός]] - [[γιατρός]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>μυιικός</i>, [[μυΐνδα]], [[μυΐτις]], [[μυιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μυγάκι]], [[μυγιάζομαι]], [[μυγίτσα]], [[μυγούλα]], [[μυΐαση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μυιοειδής]], [[μυιοθήρας]], [[μυιοσόβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μυίαγρος]], [[μυιάκυνα]], [[μυιόπτερον]], [[μυιοσόβος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυιοκέφαλον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυιοφόρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μυγιάγγιχτος]], [[μυγοκάθισμα]], [[μυγοσκοτώστρα]], [[μυγοχάφτης]], [[μυγόχεσμα]], [[μυγοπαγίδα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυνάμυια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλογόμυγα]], <i>βοϊδόμυγα</i>, <i>γαϊδουρόμυγα</i>, [[κρεατόμυγα]], <i>πρασινόμυγα</i>, [[σκατόμυγα]], [[σκυλόμυγα]], [[τυφλόμυγα]], [[χρυσόμυγα]]].
}}
}}