μύγα

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

και μυίγα, η
(ΑΜ μυῑα, Α αττ. τ. μῡα, Μ και μυίγα και μύγια)
γενική, κοινή σήμερα, ονομασία βραχύπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν κυρίως στις οικογένειες myscidae και calliphoridae («ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργη μυῑαν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «μύγα της ελιάς» — ο δάκος
β) «μύγα τσε τσε»
ζωολ. είδος μύγας τών τροπικών χωρών που μεταδίδει τη λεγόμενη νόσο του ύπνου
γ) «ιπτάμενες μύγες»
ιατρ. υποκειμενικό αίσθημα μικρών μελανών κηλίδων που αιωρούνται μπροστά από τα μάτια, αίσθημα το οποίο οφείλεται στην ύπαρξη κυττάρων ή κυτταρικών υπολειμμάτων στο υαλοειδές σώμα
δ) «βαράει μύγες» — είναι αργόσχολος, οκνηρός, τεμπελιάζει
ε) «χάφτει μύγες»
i) είναι ανόητος, χαζός
ii) δεν κάνει τίποτε
στ) «σαν τη μύγα μες στο γάλα» — λέγεται για οτιδήποτε είναι δυσαρμονικό, αταίριαστο ή για κάτι που διακρίνεται έντονα από το περιβάλλον του
ζ) «κόλλησε σαν τη μύγα στο μέλι» — λέγεται για εκείνον που προσκολλάται ή αφιερώνεται σε κάτι ή σε κάποιον πέρα από όσο πρέπει
2. παροιμ. α) «βγάζει κι από τη μύγα ξίγγι» — λέγεται για εκείνον που επιδιώκει να κερδίσει ή να ωφεληθεί από το καθετί, μολονότι οι άλλοι δεν το θεωρούν επικερδές ή επωφελές
β) «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται» — όποιος δεν είναι εν τάξει ή σκέπτεται πονηρά εκλαμβάνει ως υπαινιγμό εναντίον του κάτι που λέγεται, έστω και αν δεν απευθύνεται σε αυτόν
μσν.
1. (κυρίως στη γλώσσα τών χωρικών) η μέλισσα
2. ελαφρό βέλος
3. μικρό πολεμικό πλοίο εξοπλισμένο με βλητικές μηχανές οι οποίες κατά μικρά χρονικά διαστήματα εξακόντιζαν βέλη
αρχ.
1. μτφ. υπερβολικό θάρρος («καὶ οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «δειπνεῖν ἄκλητος μυῑα (εἰμί)» — πηγαίνω απρόσκλητος σε δείπνο σαν τη μύγα
β) «μυῖα χαλκῆ» — είδος παιδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα
3. παροιμ. «ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν» — λέγεται γι' αυτούς που μεγαλοποιούν τα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυῖα < μυσ- προήλθε με σίγηση του συμφωνικού συμπλέγματος -sy- και συναίρεση, που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mū-, mus- «ηχομίμηση του βόμβου της μύγας και του κουνουπιού», εμφανίζει δε επίθημα -ya, δηλωτικό θηλ. ονομ. ζώων (πρβλ. κίσσα, νήσσα). Η λ. συνδέεται με λιθουαν. mus-ia, mus-ē «μύγα», αρχ. σλαβ. mucha «μύγα» και mŭšica «μικρή μύγα», λατ. musca, αρχ. σαξ. muggia, αρχ. άνω γερμ. mucka. Ο νεοελλ. τ. μύγα < μσν. μύγια < μυῖα με ανάπτυξη -j- από τη συνίζηση του συμπλέγματος ῖα (πρβλ. ιατρός - γιατρός)].
ΠΑΡ. αρχ. μυιικός, μυΐνδα, μυΐτις, μυιώδης
νεοελλ.
μυγάκι, μυγιάζομαι, μυγίτσα, μυγούλα, μυΐαση.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μυιοειδής, μυιοθήρας, μυιοσόβη
αρχ.
μυίαγρος, μυιάκυνα, μυιόπτερον, μυιοσόβος
αρχ.-μσν.
μυιοκέφαλον
μσν.
μυιοφόρον
νεοελλ.
μυγιάγγιχτος, μυγοκάθισμα, μυγοσκοτώστρα, μυγοχάφτης, μυγόχεσμα, μυγοπαγίδα. (Β' συνθετικό) αρχ. κυνάμυια
νεοελλ.
αλογόμυγα, βοϊδόμυγα, γαϊδουρόμυγα, κρεατόμυγα, πρασινόμυγα, σκατόμυγα, σκυλόμυγα, τυφλόμυγα, χρυσόμυγα].