προσκολλώ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[κολλώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με κολλώδη [[ουσία]], [[προσαρμόζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκολλώμαι</i>, -<i>άομαι</i>·<b>μτφ.</b> [[εμμένω]] [[σταθερά]], αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[τοποθετώ]] προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια στρατιωτική [[μονάδα]] για [[εκτέλεση]] υπηρεσίας ή για μισθοτροφοδοσία<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιμένω]] ενοχλητικά σε μια προσωπική [[σχέση]] ή [[συναναστροφή]]<br />β) <b>μτφ.</b> προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι σε ένα [[πρόσωπο]] ή σε μια [[ιδεολογία]]<br />γ) [[έρχομαι]] [[συνεχώς]] και [[απρόσκλητος]] [[κάπου]] από [[συμφέρον]] και [[ιδίως]] για να [[τρώω]] και να [[πίνω]] δωρεάν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λογοτεχνικό ύφος) [[είμαι]] [[πυκνός]], [[συμπαγής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[κολλώ]] [[σταθερά]]<br />β) [[ακολουθώ]] κάποιον, [[γίνομαι]] [[θιασώτης]], [[οπαδός]]<br />γ) έχω στενή συζυγική [[σχέση]] («καὶ προσκολληθήσεσθαι πρὸς τὴν γυναῑκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς [[σάρκα]] μίαν», ΠΔ).
|mltxt=-άω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[κολλώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με κολλώδη [[ουσία]], [[προσαρμόζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκολλώμαι</i>, -<i>άομαι</i>·<b>μτφ.</b> [[εμμένω]] [[σταθερά]], αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[τοποθετώ]] προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια στρατιωτική [[μονάδα]] για [[εκτέλεση]] υπηρεσίας ή για μισθοτροφοδοσία<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιμένω]] ενοχλητικά σε μια προσωπική [[σχέση]] ή [[συναναστροφή]]<br />β) <b>μτφ.</b> προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι σε ένα [[πρόσωπο]] ή σε μια [[ιδεολογία]]<br />γ) [[έρχομαι]] [[συνεχώς]] και [[απρόσκλητος]] [[κάπου]] από [[συμφέρον]] και [[ιδίως]] για να [[τρώω]] και να [[πίνω]] δωρεάν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λογοτεχνικό ύφος) [[είμαι]] [[πυκνός]], [[συμπαγής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[κολλώ]] [[σταθερά]]<br />β) [[ακολουθώ]] κάποιον, [[γίνομαι]] [[θιασώτης]], [[οπαδός]]<br />γ) έχω στενή συζυγική [[σχέση]] («καὶ προσκολληθήσεσθαι πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς [[σάρκα]] μίαν», ΠΔ).
}}
}}