στείβω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και [[στύβω]] και [[στίβω]] Ν<br />(γενικά) [[πιέζω]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπιέζω]] [[κάτι]], [[συνθλίβω]] [[κάτι]] για να βγει το [[υγρό]] που περιέχει («[[στείβω]] τα πορτοκάλια»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για [[πηγή]] ή ποταμό) [[στερεύω]], ξηραίνομαι<br />3.<b>φρ.</b> α) «[[στείβω]] το [[μυαλό]] μου»<br /><b>μτφ.</b> [[κουράζω]] τη [[σκέψη]] μου, [[καταπονώ]] τον νου μου ή τη [[μνήμη]] μου για να συλλάβω, να επινοήσω ή να θυμηθώ [[κάτι]]<br />β) «[[στείβω]] την [[πέτρα]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] πολύ [[δυνατός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πιέζω]] [[κάτι]] με τα πέλματά μου, [[πατώ]] με τα πόδια μου, [[ποδοπατώ]] («ποσιν στείβειν δόμον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με σύστοιχη αιτ.) [[πατώ]] σε οδό, [[βαδίζω]]<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[περπατώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στειβόμενοι οδοί» — τα μονοπάτια<br />β) «χοροὺς στείβουσι ποδοῑν» — κινούν ρυθμικά τα πόδια τους (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στείβω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>steib</i>(<i>h</i>)- «[[σωρεύω]], [[στοιβάζω]], [[γεμίζω]], [[συμπιέζω]]» και συνδέεται πιθ. με τα αρμεν. <i>st</i><i>ē</i><i>p</i> «[[συχνός]], [[συνεχής]]» και <i>stipem</i> «[[πιέζω]]» και τα λατ. <i>stipo</i> «[[στοιβάζω]], [[σωρεύω]], [[πιέζω]]», <i>stipes</i> «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]», <i>stipula</i> «[[καρφί]], [[καλάμι]]» (που εμφανίζουν άηχο χειλικό [[σύμφωνο]] -<i>r</i>-). Με το ίδιο άηχο χειλικό -<i>r</i>- μαρτυρείται μια [[σειρά]] επιθ. που εκφράζουν τη σημ. του άκαμπτου, του σκληρού, του συμπαγούς ([[πρβλ]]. [[στιβαρός]]): λιθουαν. <i>stiprus</i> «[[σκληρός]], [[συμπαγής]]», λεττον. <i>stipt</i>, γερμ. <i>steif</i>. Στην Αρχαία Ελληνική το ρ. [[στείβω]] χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[πατώ]] με τα πόδια, [[συμπιέζω]]» (από όπου η νεοελλ. σημ. του ρ. «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]] [[κάτι]] για να βγει ο [[χυμός]] του») και, κατ' [[επέκταση]], «[[βαδίζω]]». Από τα παράγωγα του ρ. μόνο η λ. [[στίβος]] ανταποκρίνεται στη σημ. του ρ. «[[πατώ]] με τα πόδια, [[βαδίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στίβος]]). Τα υπόλοιπα παράγωγα [[στιβάς]], [[στιβαρός]], [[στίβη]] και [[στοιβή]] (από όπου το ρ. [[στοιβάζω]]) ανταποκρίνονται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας «[[συσσωρεύω]], [[γεμίζω]], [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στιβάδα]], [[στιβαρός]], [[στίβη]] και [[στοιβή]], [[στῖφος]]). Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[στείβω]] χρησιμοποιείται και με τις γρφ. [[στίβω]] (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θέματος) και [[στύβω]] (πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[στύφω]])].
|mltxt=ΝΜΑ και [[στύβω]] και [[στίβω]] Ν<br />(γενικά) [[πιέζω]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπιέζω]] [[κάτι]], [[συνθλίβω]] [[κάτι]] για να βγει το [[υγρό]] που περιέχει («[[στείβω]] τα πορτοκάλια»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για [[πηγή]] ή ποταμό) [[στερεύω]], ξηραίνομαι<br />3.<b>φρ.</b> α) «[[στείβω]] το [[μυαλό]] μου»<br /><b>μτφ.</b> [[κουράζω]] τη [[σκέψη]] μου, [[καταπονώ]] τον νου μου ή τη [[μνήμη]] μου για να συλλάβω, να επινοήσω ή να θυμηθώ [[κάτι]]<br />β) «[[στείβω]] την [[πέτρα]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] πολύ [[δυνατός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πιέζω]] [[κάτι]] με τα πέλματά μου, [[πατώ]] με τα πόδια μου, [[ποδοπατώ]] («ποσιν στείβειν δόμον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με σύστοιχη αιτ.) [[πατώ]] σε οδό, [[βαδίζω]]<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[περπατώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στειβόμενοι οδοί» — τα μονοπάτια<br />β) «χοροὺς στείβουσι ποδοῖν» — κινούν ρυθμικά τα πόδια τους (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στείβω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>steib</i>(<i>h</i>)- «[[σωρεύω]], [[στοιβάζω]], [[γεμίζω]], [[συμπιέζω]]» και συνδέεται πιθ. με τα αρμεν. <i>st</i><i>ē</i><i>p</i> «[[συχνός]], [[συνεχής]]» και <i>stipem</i> «[[πιέζω]]» και τα λατ. <i>stipo</i> «[[στοιβάζω]], [[σωρεύω]], [[πιέζω]]», <i>stipes</i> «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]», <i>stipula</i> «[[καρφί]], [[καλάμι]]» (που εμφανίζουν άηχο χειλικό [[σύμφωνο]] -<i>r</i>-). Με το ίδιο άηχο χειλικό -<i>r</i>- μαρτυρείται μια [[σειρά]] επιθ. που εκφράζουν τη σημ. του άκαμπτου, του σκληρού, του συμπαγούς ([[πρβλ]]. [[στιβαρός]]): λιθουαν. <i>stiprus</i> «[[σκληρός]], [[συμπαγής]]», λεττον. <i>stipt</i>, γερμ. <i>steif</i>. Στην Αρχαία Ελληνική το ρ. [[στείβω]] χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[πατώ]] με τα πόδια, [[συμπιέζω]]» (από όπου η νεοελλ. σημ. του ρ. «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]] [[κάτι]] για να βγει ο [[χυμός]] του») και, κατ' [[επέκταση]], «[[βαδίζω]]». Από τα παράγωγα του ρ. μόνο η λ. [[στίβος]] ανταποκρίνεται στη σημ. του ρ. «[[πατώ]] με τα πόδια, [[βαδίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στίβος]]). Τα υπόλοιπα παράγωγα [[στιβάς]], [[στιβαρός]], [[στίβη]] και [[στοιβή]] (από όπου το ρ. [[στοιβάζω]]) ανταποκρίνονται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας «[[συσσωρεύω]], [[γεμίζω]], [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στιβάδα]], [[στιβαρός]], [[στίβη]] και [[στοιβή]], [[στῖφος]]). Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[στείβω]] χρησιμοποιείται και με τις γρφ. [[στίβω]] (από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θέματος) και [[στύβω]] (πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[στύφω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm