φθέγγομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[μιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική συν. σημ.) λέω [[κάτι]] με στόμφο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεστομίζω]] («βασιλεῡ κοῑον ἐφθέγξαο [[ἔπος]];», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[μιλώ]] με [[ένταση]], [[φωνάζω]]<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> [[βγάζω]] ασθενή [[φωνή]] («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) [[εκβάλλω]] [[ιαχή]]<br /><b>4.</b> (για χορό) [[απαγγέλλω]]<br /><b>5.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] ένα όνομα, [[ονομάζω]] («τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ [[ὄνομα]] ἐφθεγξάμεθα λόγον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[λέξη]]) [[χρησιμοποιώ]] («καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υμνώ]], [[επαινώ]] μεγαλόφωνα<br /><b>8.</b> (για [[φωνήεν]]) [[παράγω]] έναν συγκεκριμένο ήχο<br /><b>9.</b> [[εκθέτω]], [[εξιστορώ]] («[[φθέγγομαι]] θεῶν ἔργα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> (για ζώα, [[ιδίως]] άλογα) [[χρεμετίζω]]<br /><b>11.</b> (για πτηνά, [[ιδίως]] αετό ή κόρακα) [[κράζω]]<br /><b>12.</b> (για άψυχα) [[τρίζω]] («ἀλλὰ [[δῆτα]] τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[σάλπιγγα]], αυλό ή [[λύρα]]) ηχώ<br /><b>14.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φθεγγόμενον</i><br />αυτὸ το οποίο λέγεται ή η [[φωνή]] που παράγεται<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «[[φθέγγομαι]] παλάμαις»<br />(στην [[ποίηση]]) [[χειροκροτώ]] (<b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει έρρινο [[ένθημα]] -<i>γ</i>-, χαρακτηριστικό διαφόρων λ. που δηλώνουν ήχους (<b>πρβλ.</b> <i>κλα</i>-<i>γ</i>-<i>γή</i>, <i>ῥέ</i>-<i>γ</i>-<i>κω</i>, <i>στρί</i>-<i>γ</i>-<i>ξ</i> <b>κ.λπ.</b>). Οι συνδέσεις του ρ. με τα αρχ. σλαβ. <i>zvego</i> «άδω» και ρωσ. <i>zujagu</i> «[[γαβγίζω]]», με το χεττιτ. <i>zankila</i>- «[[τιμωρώ]]» ή με το λιθουαν. <i>spengti</i> «[[στριγγλίζω]], [[βουίζω]], προσκρούουν σε μορφολογικές [[κυρίως]] δυσχέρειες].
|mltxt=ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[μιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική συν. σημ.) λέω [[κάτι]] με στόμφο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεστομίζω]] («βασιλεῡ κοῖον ἐφθέγξαο [[ἔπος]];», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[μιλώ]] με [[ένταση]], [[φωνάζω]]<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> [[βγάζω]] ασθενή [[φωνή]] («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για στρατιώτη) [[εκβάλλω]] [[ιαχή]]<br /><b>4.</b> (για χορό) [[απαγγέλλω]]<br /><b>5.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] ένα όνομα, [[ονομάζω]] («τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ [[ὄνομα]] ἐφθεγξάμεθα λόγον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[λέξη]]) [[χρησιμοποιώ]] («καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υμνώ]], [[επαινώ]] μεγαλόφωνα<br /><b>8.</b> (για [[φωνήεν]]) [[παράγω]] έναν συγκεκριμένο ήχο<br /><b>9.</b> [[εκθέτω]], [[εξιστορώ]] («[[φθέγγομαι]] θεῶν ἔργα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> (για ζώα, [[ιδίως]] άλογα) [[χρεμετίζω]]<br /><b>11.</b> (για πτηνά, [[ιδίως]] αετό ή κόρακα) [[κράζω]]<br /><b>12.</b> (για άψυχα) [[τρίζω]] («ἀλλὰ [[δῆτα]] τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[σάλπιγγα]], αυλό ή [[λύρα]]) ηχώ<br /><b>14.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φθεγγόμενον</i><br />αυτὸ το οποίο λέγεται ή η [[φωνή]] που παράγεται<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «[[φθέγγομαι]] παλάμαις»<br />(στην [[ποίηση]]) [[χειροκροτώ]] (<b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει έρρινο [[ένθημα]] -<i>γ</i>-, χαρακτηριστικό διαφόρων λ. που δηλώνουν ήχους (<b>πρβλ.</b> <i>κλα</i>-<i>γ</i>-<i>γή</i>, <i>ῥέ</i>-<i>γ</i>-<i>κω</i>, <i>στρί</i>-<i>γ</i>-<i>ξ</i> <b>κ.λπ.</b>). Οι συνδέσεις του ρ. με τα αρχ. σλαβ. <i>zvego</i> «άδω» και ρωσ. <i>zujagu</i> «[[γαβγίζω]]», με το χεττιτ. <i>zankila</i>- «[[τιμωρώ]]» ή με το λιθουαν. <i>spengti</i> «[[στριγγλίζω]], [[βουίζω]], προσκρούουν σε μορφολογικές [[κυρίως]] δυσχέρειες].
}}
}}
{{lsm
{{lsm