χαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και μέσ. [[χαίρομαι]] Ν<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[είμαι]] [[χαρούμενος]] (α. «[[χαίρω]] πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ<br />γ. «[[χαίρω]] δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, [[ἐπεὶ]] [[δοκέω]] νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η προστ. β' προσ. ενεστ.) <i>χαίρε</i>, <i>χαίρετε</i><br />[[προσφώνηση]] χαιρετισμού σε [[ένδειξη]] φιλίας, [[τιμής]] ή σεβασμού, [[κατά]] τη [[συνάντηση]] προσώπων, ή [[προσφώνηση]] αποχωρισμού και αποχαιρετισμού (α. «χαίρετε ωραία μου [[κυρία]]» β. «χαίρετε κύριε καθηγητά» γ. «χαῖρε κεχαριτωμένη<br />ὁ Κύριος μετὰ σοῦ», ΚΔ<br />δ. «...ὁ [[Ἰησοῦς]] ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων<br />χαίρετε», ΚΔ<br />ε. «χαῖρε, ξεῖνε, παρ' [[ἄμμι]] φιλήσεαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] που έχω [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[άρρωστος]] [[βαριά]] και δεν χαίρεται τα πλούτη του» β. «τή χάρηκε τη ζωή του» γ. «ἔχαιρε... ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ πράσινον [[μέρος]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <b>βλ.</b> [[χαιράμενος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να σέ χαρώ» ή «να χαρείς» — παρεμβάλλεται παρενθετικά στον λόγο για να εκφράσει [[παράκληση]]<br />β) «να χαίρεσαι το όνομά σου [ή τη [[γιορτή]] σου]» — να ζήσεις [[ευτυχισμένος]] [[πολλά]] [[χρόνια]]<br />γ) «χήρες και χαιράμενες» — χήρες και παντρεμένες τών οποίων ο [[σύζυγος]] ζει<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «χαίρε [[βάθος]] αμέτρητον» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] που δύσκολα εξακριβώνεται ή που φέρνει κάποιον σε δύσκολη [[θέση]] (ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] («χαίρει ὑφάμμοις χωρίοις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (ο μέλλ. με [[άρνηση]]) <i>οὐ χαιρήσω</i><br />δεν θα χαρώ, δεν θα μείνω [[ατιμώρητος]], θα μετανιώσω<br /><b>3.</b> (το γ' πρόσ. προστ. ενεστ.) <i>χαιρέτω</i><br />(σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας και περιφρόνησης) ας [[πάει]], ας πάνε στα κομμάτια (α. «χαιρέτω βουλεύματα», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[εἴτε]] ἐγένετο [[ἄνθρωπος]] [[εἴτε]] ἐστὶ [[δαίμων]], χαιρέτω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>χαίρων</i><br />με [[χαρά]], [[γεμάτος]] [[χαρά]] («ὁ δὲ δέξατο χαίρων παῖδα φίλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ χαῖρον</i>- η [[χαρά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐῶ τι [ή τινα] χαίρειν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] [ή κάποιον] να [[πάει]] στο καλό, [[αδιαφορώ]]<br />β) «[[χαίρω]] νόῳ» — [[χαίρομαι]] [[κρυφά]], δεν [[δείχνω]] τη [[χαρά]] μου (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «[[χαίρω]] γέλωτι» — [[εκδηλώνω]] τη [[χαρά]] μου με γέλια (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαρjω</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι» και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>y</i><sup>ε / ο-</sup>. Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας, εξάλλου, ανάγονται τόσο το αρχ. ινδ. <i>haryati</i> «[[αγαπώ]], [[επιθυμώ]], μου αρέσει» όσο και τα αρχ. άνω γερμ. <i>ger</i> «αυτός που επιθυμεί», <i>gern</i> «[[επιθυμητός]]» (<b>πρβλ.</b> και τα γερμ. <i>gerne</i> «ευχαρίστως», <i>be</i>-<i>gehren</i> «[[χαίρομαι]]»), ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghor</i>- ανάγονται τα λατ. <i>hortor</i>, <i>horitur</i> «[[παρακινώ]], [[παρορμώ]]». Κατά μία [[άποψη]], στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το β' συνθετικό τών τ. <i>δυσ</i>-<i>χερής</i>, <i>εὐ</i>-<i>χερής</i>, ενώ ορισμένοι επιχείρησαν να συνδέσουν με αυτούς και το επίθ. [[ἀχρεῖος]], μέσω ενός τ. <i>ἀ</i>-<i>χερ</i>-<i>εῖος</i>. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[χαίρω]] έχει σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[αρπάζω]]» και συνδέεται με την λ. [[χόρτος]] και το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρω]], [[κρατώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. με λ. που σημαίνουν «[[οργή]], οργίζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>haras</i>- «[[αγανάκτηση]]», <i>hrn</i><i>ī</i><i>te</i> «οργίζομαι», αβεστ. <i>zar</i>- «οργίζομαι», [[καθώς]] και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χαρά]]- [[ὀργή]] ἠὀργίλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χαιρετίζω]], [[χαρά]], [[χάρμα]], [[χαρμονή]], [[χαρμοσύνη]], [[χαρμόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαιρηδών]], [[χαιρητικός]], [[χαιροσύνη]], [[χάρμη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαρτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαιράμενος]], [[χαιρούμενος]], [[χαρούμενος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιχαίρω]], [[συγχαίρω]], [[υπερχαίρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιχαίρω]], [[καταχαίρω]], [[περιχαίρω]], [[προσχαίρω]], [[προχαίρω]], [[υποχαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλληλοσυγχαίρομαι]], [[κρυφοχαίρομαι]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και μέσ. [[χαίρομαι]] Ν<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[είμαι]] [[χαρούμενος]] (α. «[[χαίρω]] πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ<br />γ. «[[χαίρω]] δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, [[ἐπεὶ]] [[δοκέω]] νικησέμεν Ἕκτορα δῖον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (η προστ. β' προσ. ενεστ.) <i>χαίρε</i>, <i>χαίρετε</i><br />[[προσφώνηση]] χαιρετισμού σε [[ένδειξη]] φιλίας, [[τιμής]] ή σεβασμού, [[κατά]] τη [[συνάντηση]] προσώπων, ή [[προσφώνηση]] αποχωρισμού και αποχαιρετισμού (α. «χαίρετε ωραία μου [[κυρία]]» β. «χαίρετε κύριε καθηγητά» γ. «χαῖρε κεχαριτωμένη<br />ὁ Κύριος μετὰ σοῦ», ΚΔ<br />δ. «...ὁ [[Ἰησοῦς]] ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων<br />χαίρετε», ΚΔ<br />ε. «χαῖρε, ξεῖνε, παρ' [[ἄμμι]] φιλήσεαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] που έχω [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[άρρωστος]] [[βαριά]] και δεν χαίρεται τα πλούτη του» β. «τή χάρηκε τη ζωή του» γ. «ἔχαιρε... ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ πράσινον [[μέρος]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <b>βλ.</b> [[χαιράμενος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να σέ χαρώ» ή «να χαρείς» — παρεμβάλλεται παρενθετικά στον λόγο για να εκφράσει [[παράκληση]]<br />β) «να χαίρεσαι το όνομά σου [ή τη [[γιορτή]] σου]» — να ζήσεις [[ευτυχισμένος]] [[πολλά]] [[χρόνια]]<br />γ) «χήρες και χαιράμενες» — χήρες και παντρεμένες τών οποίων ο [[σύζυγος]] ζει<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «χαίρε [[βάθος]] αμέτρητον» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] που δύσκολα εξακριβώνεται ή που φέρνει κάποιον σε δύσκολη [[θέση]] (ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]] («χαίρει ὑφάμμοις χωρίοις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (ο μέλλ. με [[άρνηση]]) <i>οὐ χαιρήσω</i><br />δεν θα χαρώ, δεν θα μείνω [[ατιμώρητος]], θα μετανιώσω<br /><b>3.</b> (το γ' πρόσ. προστ. ενεστ.) <i>χαιρέτω</i><br />(σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας και περιφρόνησης) ας [[πάει]], ας πάνε στα κομμάτια (α. «χαιρέτω βουλεύματα», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[εἴτε]] ἐγένετο [[ἄνθρωπος]] [[εἴτε]] ἐστὶ [[δαίμων]], χαιρέτω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>χαίρων</i><br />με [[χαρά]], [[γεμάτος]] [[χαρά]] («ὁ δὲ δέξατο χαίρων παῖδα φίλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ χαῖρον</i>- η [[χαρά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐῶ τι [ή τινα] χαίρειν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] [ή κάποιον] να [[πάει]] στο καλό, [[αδιαφορώ]]<br />β) «[[χαίρω]] νόῳ» — [[χαίρομαι]] [[κρυφά]], δεν [[δείχνω]] τη [[χαρά]] μου (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «[[χαίρω]] γέλωτι» — [[εκδηλώνω]] τη [[χαρά]] μου με γέλια (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαρjω</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι» και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>y</i><sup>ε / ο-</sup>. Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας, εξάλλου, ανάγονται τόσο το αρχ. ινδ. <i>haryati</i> «[[αγαπώ]], [[επιθυμώ]], μου αρέσει» όσο και τα αρχ. άνω γερμ. <i>ger</i> «αυτός που επιθυμεί», <i>gern</i> «[[επιθυμητός]]» (<b>πρβλ.</b> και τα γερμ. <i>gerne</i> «ευχαρίστως», <i>be</i>-<i>gehren</i> «[[χαίρομαι]]»), ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghor</i>- ανάγονται τα λατ. <i>hortor</i>, <i>horitur</i> «[[παρακινώ]], [[παρορμώ]]». Κατά μία [[άποψη]], στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το β' συνθετικό τών τ. <i>δυσ</i>-<i>χερής</i>, <i>εὐ</i>-<i>χερής</i>, ενώ ορισμένοι επιχείρησαν να συνδέσουν με αυτούς και το επίθ. [[ἀχρεῖος]], μέσω ενός τ. <i>ἀ</i>-<i>χερ</i>-<i>εῖος</i>. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[χαίρω]] έχει σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[αρπάζω]]» και συνδέεται με την λ. [[χόρτος]] και το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρω]], [[κρατώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. με λ. που σημαίνουν «[[οργή]], οργίζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>haras</i>- «[[αγανάκτηση]]», <i>hrn</i><i>ī</i><i>te</i> «οργίζομαι», αβεστ. <i>zar</i>- «οργίζομαι», [[καθώς]] και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χαρά]]- [[ὀργή]] ἠὀργίλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χαιρετίζω]], [[χαρά]], [[χάρμα]], [[χαρμονή]], [[χαρμοσύνη]], [[χαρμόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαιρηδών]], [[χαιρητικός]], [[χαιροσύνη]], [[χάρμη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χαρτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χαιριώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαιράμενος]], [[χαιρούμενος]], [[χαρούμενος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιχαίρω]], [[συγχαίρω]], [[υπερχαίρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιχαίρω]], [[καταχαίρω]], [[περιχαίρω]], [[προσχαίρω]], [[προχαίρω]], [[υποχαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλληλοσυγχαίρομαι]], [[κρυφοχαίρομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm