ῥοῖζος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[αίσθημα]] τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό [[κατά]] την [[ψηλάφηση]] και την [[ακρόαση]], λ.χ. σε [[στένωση]] της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς, όπου θυμίζει [[ροχαλητό]] γάτας<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τους ψαλμούς) [[ανάγνωση]] με γοργό ρυθμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ήχος]] που παράγεται από τη γρήγορη [[κίνηση]] ενός σώματος, [[ιδίως]] ο [[συριγμός]] του βέλους (α. «πολλῷ τῷ ῥοίζῳ τοῦ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ῥοῑζος χειμάρρου, ὅν οὐ διαβήσονται», ΠΔ<br />γ. «καὶ πνευμάτων ῥοῑζον καὶ θαλάττης κτύπον». <b>Πλούτ.</b><br />δ. «ὀϊστῶν τε ῥοῑζον καὶ δοῦπον ἀκόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόχθος]] τών κυμάτων της θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] από την [[προφορά]] του φθόγγου <i>ρ</i><br /><b>3.</b> η γρήγορη ορμητική [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥοῖζος]] (<i>πιβ</i>. <span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῖβ</i>-<i>jος</i>) συνδέεται [[μάλλον]] με τη συνώνυμη της [[ῥοῖβδος]], εφόσον δεχθούμε την ύπαρξη ρίζας <i>roi</i>-<i>g</i><sup>w</sup>. Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ροισ</i>-<i>δος</i> ([[πρβλ]]. [[φλοῖσβος]])].
|mltxt=ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[αίσθημα]] τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό [[κατά]] την [[ψηλάφηση]] και την [[ακρόαση]], λ.χ. σε [[στένωση]] της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς, όπου θυμίζει [[ροχαλητό]] γάτας<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τους ψαλμούς) [[ανάγνωση]] με γοργό ρυθμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ήχος]] που παράγεται από τη γρήγορη [[κίνηση]] ενός σώματος, [[ιδίως]] ο [[συριγμός]] του βέλους (α. «πολλῷ τῷ ῥοίζῳ τοῦ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ῥοῑζος χειμάρρου, ὅν οὐ διαβήσονται», ΠΔ<br />γ. «καὶ πνευμάτων ῥοῑζον καὶ θαλάττης κτύπον». <b>Πλούτ.</b><br />δ. «ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόχθος]] τών κυμάτων της θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] από την [[προφορά]] του φθόγγου <i>ρ</i><br /><b>3.</b> η γρήγορη ορμητική [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥοῖζος]] (<i>πιβ</i>. <span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῖβ</i>-<i>jος</i>) συνδέεται [[μάλλον]] με τη συνώνυμη της [[ῥοῖβδος]], εφόσον δεχθούμε την ύπαρξη ρίζας <i>roi</i>-<i>g</i><sup>w</sup>. Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ροισ</i>-<i>δος</i> ([[πρβλ]]. [[φλοῖσβος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm