σωματέμπορος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σωματέμπορος]], ο, ΝΜΑ, και [[σωματέμπορας]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]].
|mltxt=[[σωματέμπορος]], ο, ΝΜΑ, και [[σωματέμπορας]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]].
}}
{{trml
|trtx====[[slaver]]===
Bulgarian: търговец на роби; Dutch: [[slavenhandelaar]]; Finnish: orjakauppias; French: [[marchand d'esclaves]], [[esclavagiste]], [[négrier]], [[négrière]]; Galician: escravista, negreiro, negreira; German: [[Sklavenhändler]], [[Sklavenhändlerin]], [[Sklavenhalter]], [[Sklavenhalterin]]; Greek: [[δουλέμπορος]], [[σωματέμπορος]], [[σωματέμπορας]]; Ancient Greek: [[ἀνδραποδιστής]], [[ἀνδραποδοκάπηλος]], [[ἀνδραποδώνης]], [[ἀνδροκάπηλος]], [[σωματέμπορος]]; Italian: [[schiavista]], [[negriero]], [[negriere]], [[negriera]]; Latin: [[mango]]; Manx: kionneyder sleab; Polish: handlarz niewolników; Portuguese: [[escravista]], [[negreiro]], [[negreira]]; Russian: [[работорговец]], [[торговец рабами]]; Spanish: [[esclavista]], [[negrero]], [[negrera]]; Swedish: slavhandlare; Ukrainian: работорговець, торговець рабами
}}
}}