δικλίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δικλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κλίνω]]), αυτή που έχει [[δύο]] φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ.
|lsmtext='''δικλίς:''' -ίδος, ἡ ([[κλίνω]]), αυτή που έχει [[δύο]] φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj