3,276,318
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δικλίς:''' - | |lsmtext='''δικλίς:''' -ίδος, ἡ ([[κλίνω]]), αυτή που έχει [[δύο]] φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |