3,274,754
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].<br />[[ἀκρίς]] (- | |mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].<br />[[ἀκρίς]] (-ίδος), η (AM)<br /><b>βλ.</b> [[ακρίδα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκρίς:''' - | |lsmtext='''ἀκρίς:''' -ίδος, ἡ, [[ακρίδα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |