Anonymous

ἀκρίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].<br />[[ἀκρίς]] (-[[ίδος]]), η (AM)<br /><b>βλ.</b> [[ακρίδα]].
|mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].<br />[[ἀκρίς]] (-ίδος), η (AM)<br /><b>βλ.</b> [[ακρίδα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[ακρίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀκρίς:''' -ίδος, ἡ, [[ακρίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{etym
{{etym