3,252,792
edits
m (Text replacement - "ἕλκος ἀλαόν, πάθη τῶν ὀφθαλμῶν" to "ἕλκος ἀλαόν, ὀφθαλμία, ὀφθαλμίη, πάθη τῶν ὀφθαλμῶν") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκότος -ου, ὁ, ook σκότος -ους, τό duisternis, het donker poët. duisternis (van de dood of de onderwereld):;... μιν σκότος εἷλε duisternis nam bezit van hem Il. 5.47; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον de eeuwige duisternis onder de aarde Soph. OC 1701; als plaatsnaam Σκότος de Duisternis (gezegd van de Onderwereld); christ.. τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον de buitenste duisternis (van de Hel) NT Mt. 8.12. trag. duisternis (van blindheid):; ἰὼ σκότου νέφος oh, nevel van duisternis Soph. OT 1313; met ww. van zien:. σκότον δεδορκώς duisternis ziende (d.w.z. blind) Eur. Phoen. 377. overdr. duisterheid, onhelderheid, verborgenheid:; ἀπορία καὶ σ. moeilijkheid en duisterheid Plat. Lg. 837a; spec. met prep..; διὰ σκότους ἡ ὁδός de route is duister Xen. An. 2.5.9; διὰ σκότου = ἐν σκότῳ = κατὰ σκότον = ὑπὸ σκότου = ὑπὸ σκότῳ in duisternis, in het geheim; van pers. onwetendheid:. πολύ τι σκότος... ἐστὶν παρ’ ὑμῖν πρὸ τῆς ἀληθείας bij jullie is de waarheid geblokkeerd door grote onwetendheid (of bij jullie staat grote duisternis de waarheid in de weg) Dem. 18.226. geneesk. duisternis (van het verliezen van het bewustzijn). | |elnltext=σκότος -ου, ὁ, ook σκότος -ους, τό [[duisternis]], het donker poët. duisternis (van de dood of de onderwereld):;... μιν σκότος εἷλε duisternis nam bezit van hem Il. 5.47; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον de eeuwige duisternis onder de aarde Soph. OC 1701; als plaatsnaam Σκότος de Duisternis (gezegd van de Onderwereld); christ.. τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον de buitenste duisternis (van de Hel) NT Mt. 8.12. trag. [[duisternis]] (van [[blindheid]]):; ἰὼ σκότου νέφος oh, nevel van duisternis Soph. OT 1313; met ww. van zien:. σκότον δεδορκώς duisternis ziende (d.w.z. blind) Eur. Phoen. 377. overdr. [[duisterheid]], [[onhelderheid]], [[verborgenheid]]:; ἀπορία καὶ σ. moeilijkheid en duisterheid Plat. Lg. 837a; spec. met prep..; διὰ σκότους ἡ ὁδός de route is duister Xen. An. 2.5.9; [[διὰ σκότου]] = [[ἐν σκότῳ]] = [[κατὰ σκότον]] = [[ὑπὸ σκότου]] = [[ὑπὸ σκότῳ]] = [[in duisternis]], [[in het geheim]]; van pers. [[onwetendheid]]:. πολύ τι σκότος... ἐστὶν παρ’ ὑμῖν πρὸ τῆς ἀληθείας bij jullie is de waarheid geblokkeerd door grote onwetendheid (of bij jullie staat grote duisternis de waarheid in de weg) Dem. 18.226. geneesk. duisternis (van het verliezen van het bewustzijn). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[oscuridad]] | |esgtx=[[oscuridad]], [[ignorancia]], [[ceguera]] | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους, το / [[σκότος]], -εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. [[σκότος]], -ου, ὁ Α<br /><b>1.</b> [[απουσία]] φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, [[σκοτάδι]], [[σκοτίδι]] (α. «ο [[ήλιος]] διέλυσε τα σκότη της νύχτας» β. «καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ [[μέσον]] τοῦ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους», ΠΔ<br />γ. «[[αὐτάρ]] Ὀδυσσεὺς ἴζεν ἐπ' [[ἐσχαρόφιν]], [[ποτὶ]] δὲ σκότον ἐτράπετ' [[αἶψα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγνοια]], [[έλλειψη]] πνευματικής ή άλλης ανάπτυξης, [[απουσία]] προόδου (α. «βρίσκεται στο [[σκότος]] της αμάθειας» β. «επανερχόμαστε στα σκότη της βαρβαρότητας» γ. «ἐκάλεσεν ἡμᾶς ἀπὸ σκότους εἰς φῶς, ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν...», Κλήμ. Αλ.<br />δ. «[[σκότος]] καλεῖ τὴν ἄγνοιαν...», Θεοδώρ.)<br /><b>3.</b> [[ασάφεια]], [[μυστήριο]] (α. «[[σκότος]] πυκνό καλύπτει την [[υπόθεση]] της δραπέτευσης αυτής» β. «ἐνταῡθα [[σκότος]] τὴν παντελῆ ἀκαταληψίαν ἔφη», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σκότη</i><br />το [[έρεβος]] του θανάτου, ο Άδης («μια [[μέρα]] θα μισέψουμε στα σκότη» Φιλύρας)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το αιώνιο [[σκότος]]» <br />α) η [[κατάσταση]] του τυφλού, η [[τυφλότητα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[νύχτα]] («ὑπὸ δὲ τούτου τοῦ σκότου... προέπεμψαν... τὴν Μαγδαληνήν...», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (στις δυαδιστικές αιρέσεις) η [[αρχή]], η [[δύναμη]], ο [[θεός]] του κακού, το [[κακό]], σε [[αντιδιαστολή]] με το φώς που [[είναι]] η [[αρχή]] του καλού («δύο θεούς... φῶς τῷ ἑνὶ [[ὄνομα]] θέμενος καὶ τῷ ἑτέρῳ [[σκότος]]...», Ηγεμόν.)<br /><b>3.</b> η ειδωλολατρεία, τα ειδωλολατρικά δόγματα («τὸ [[σκότος]] τῶν ασεβῶν δογμάτων», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> η [[πλάνη]], η [[ασέβεια]], ο [[αθεϊσμός]] («[[σκότος]] ἐνταῡθα οὐ τὸ αἰσθητὸν καλῶν, ἀλλὰ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> οι πονηρές, οι κακές πράξεις (α. «[[σκότος]] ἐνταῡθα [[πάλιν]] τὰς πονηρὰς πράξεις καλῶν...», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἔργα δὲ τοῦ σκότους τὰς παρανόμους πράξεις», Θεοδώρ.)<br /><b>6.</b> οι κακοτυχίες, οι συμφορές («[[σκότος]]... ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ τὰς συμφορὰς ὀνομάζει», Θεοδώρ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[ἄρχων]] τοῦ σκότους» — ο [[σατανάς]] (Μεθόδ. Ολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θάνατος]] («τὸν δὲ [[σκότος]] [[ὄσσε]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Άδης («[[ἐπεὶ]] κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ανυπαρξία]] [[πριν]] από τη [[γέννηση]], το [[σκοτάδι]] της μήτρας («ἀλλ' [[οὔτε]] νιν φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έλλειψη]] οράσεως, [[τυφλότητα]] («βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ' [[ἔπειτα]] δὲ σκότον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ζάλη]], [[σκοτοδίνη]], [[ίλιγγος]] («μετὰ δὲ τὰς συλλήψεις οἱ γυναῖκες βαρύνονται τὸ [[σῶμα]] πᾶν, καὶ σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> το σκοτεινό [[μέρος]], η [[σκιά]] εικόνας<br /><b>7.</b> [[δόλος]], σκοτεινή [[διάθεση]] («τὸ δὲ μετὰ σκότους καὶ ἀπάτης [[λαθραίως]] γιγνόμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως επίθ. που προσδιορίζει κύριο όν.) [[σκοτεινός]], [[μυστηριώδης]] («Μητρότιμος ὁ [[σκότος]]», Ιππων.)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «σκότον ἔχω» — ζω, [[υπάρχω]] στο [[σκοτάδι]] της αφάνειας και της ασημότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σκότος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>skot</i>- με σημ. «[[σκιά]], [[σκοτάδι]]» και συνδέεται με αντίτοιχους γερμ. και κελτ. τ., <b>πρβλ.</b> τα: γοτθ. <i>skadus</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>scato</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>skadu</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>sc</i><i>ā</i><i>th</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sk</i><i>ō</i><i>to</i>), [[καθώς]] και τα νεώτερα: αγγλ. <i>shade</i>, <i>shadow</i> και γερμ. <i>Schaten</i>. Η λ. [[σκότος]] απαντά σε αρσ. [[γένος]] στον Όμ., στους μτγν. ποιητές και στους τραγικούς, [[μάλλον]] για μετρικούς λόγους, ενώ το ουδ. [[γένος]] του τ., που οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του αντώνυμου [[φάος]], χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] από τους αττ. πεζογράφους και επικράτησε τελικά ώς [[σήμερα]]. Η λ. [[σκότος]], [[τέλος]], αντικατέστησε τους αρχαϊκούς τ. για το [[σκοτάδι]]: [[δνόφος]], [[ζόφος]], [[κνέφας]]. | |mltxt=-ους, το / [[σκότος]], -εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. [[σκότος]], -ου, ὁ Α<br /><b>1.</b> [[απουσία]] φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, [[σκοτάδι]], [[σκοτίδι]] (α. «ο [[ήλιος]] διέλυσε τα σκότη της νύχτας» β. «καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ [[μέσον]] τοῦ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους», ΠΔ<br />γ. «[[αὐτάρ]] Ὀδυσσεὺς ἴζεν ἐπ' [[ἐσχαρόφιν]], [[ποτὶ]] δὲ σκότον ἐτράπετ' [[αἶψα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άγνοια]], [[έλλειψη]] πνευματικής ή άλλης ανάπτυξης, [[απουσία]] προόδου (α. «βρίσκεται στο [[σκότος]] της αμάθειας» β. «επανερχόμαστε στα σκότη της βαρβαρότητας» γ. «ἐκάλεσεν ἡμᾶς ἀπὸ σκότους εἰς φῶς, ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν...», Κλήμ. Αλ.<br />δ. «[[σκότος]] καλεῖ τὴν ἄγνοιαν...», Θεοδώρ.)<br /><b>3.</b> [[ασάφεια]], [[μυστήριο]] (α. «[[σκότος]] πυκνό καλύπτει την [[υπόθεση]] της δραπέτευσης αυτής» β. «ἐνταῡθα [[σκότος]] τὴν παντελῆ ἀκαταληψίαν ἔφη», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σκότη</i><br />το [[έρεβος]] του θανάτου, ο Άδης («μια [[μέρα]] θα μισέψουμε στα σκότη» Φιλύρας)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το αιώνιο [[σκότος]]» <br />α) η [[κατάσταση]] του τυφλού, η [[τυφλότητα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[νύχτα]] («ὑπὸ δὲ τούτου τοῦ σκότου... προέπεμψαν... τὴν Μαγδαληνήν...», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (στις δυαδιστικές αιρέσεις) η [[αρχή]], η [[δύναμη]], ο [[θεός]] του κακού, το [[κακό]], σε [[αντιδιαστολή]] με το φώς που [[είναι]] η [[αρχή]] του καλού («δύο θεούς... φῶς τῷ ἑνὶ [[ὄνομα]] θέμενος καὶ τῷ ἑτέρῳ [[σκότος]]...», Ηγεμόν.)<br /><b>3.</b> η ειδωλολατρεία, τα ειδωλολατρικά δόγματα («τὸ [[σκότος]] τῶν ασεβῶν δογμάτων», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> η [[πλάνη]], η [[ασέβεια]], ο [[αθεϊσμός]] («[[σκότος]] ἐνταῡθα οὐ τὸ αἰσθητὸν καλῶν, ἀλλὰ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> οι πονηρές, οι κακές πράξεις (α. «[[σκότος]] ἐνταῡθα [[πάλιν]] τὰς πονηρὰς πράξεις καλῶν...», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἔργα δὲ τοῦ σκότους τὰς παρανόμους πράξεις», Θεοδώρ.)<br /><b>6.</b> οι κακοτυχίες, οι συμφορές («[[σκότος]]... ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ τὰς συμφορὰς ὀνομάζει», Θεοδώρ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[ἄρχων]] τοῦ σκότους» — ο [[σατανάς]] (Μεθόδ. Ολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θάνατος]] («τὸν δὲ [[σκότος]] [[ὄσσε]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Άδης («[[ἐπεὶ]] κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ανυπαρξία]] [[πριν]] από τη [[γέννηση]], το [[σκοτάδι]] της μήτρας («ἀλλ' [[οὔτε]] νιν φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έλλειψη]] οράσεως, [[τυφλότητα]] («βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ' [[ἔπειτα]] δὲ σκότον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ζάλη]], [[σκοτοδίνη]], [[ίλιγγος]] («μετὰ δὲ τὰς συλλήψεις οἱ γυναῖκες βαρύνονται τὸ [[σῶμα]] πᾶν, καὶ σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> το σκοτεινό [[μέρος]], η [[σκιά]] εικόνας<br /><b>7.</b> [[δόλος]], σκοτεινή [[διάθεση]] («τὸ δὲ μετὰ σκότους καὶ ἀπάτης [[λαθραίως]] γιγνόμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως επίθ. που προσδιορίζει κύριο όν.) [[σκοτεινός]], [[μυστηριώδης]] («Μητρότιμος ὁ [[σκότος]]», Ιππων.)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «σκότον ἔχω» — ζω, [[υπάρχω]] στο [[σκοτάδι]] της αφάνειας και της ασημότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σκότος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>skot</i>- με σημ. «[[σκιά]], [[σκοτάδι]]» και συνδέεται με αντίτοιχους γερμ. και κελτ. τ., <b>πρβλ.</b> τα: γοτθ. <i>skadus</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>scato</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>skadu</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>sc</i><i>ā</i><i>th</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>sk</i><i>ō</i><i>to</i>), [[καθώς]] και τα νεώτερα: αγγλ. <i>[[shade]]</i>, <i>[[shadow]]</i> και γερμ. <i>[[Schaten]]</i>. Η λ. [[σκότος]] απαντά σε αρσ. [[γένος]] στον Όμ., στους μτγν. ποιητές και στους τραγικούς, [[μάλλον]] για μετρικούς λόγους, ενώ το ουδ. [[γένος]] του τ., που οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του αντώνυμου [[φάος]], χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] από τους αττ. πεζογράφους και επικράτησε τελικά ώς [[σήμερα]]. Η λ. [[σκότος]], [[τέλος]], αντικατέστησε τους αρχαϊκούς τ. για το [[σκοτάδι]]: [[δνόφος]], [[ζόφος]], [[κνέφας]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |