ὀφθαλμία
English (LSJ)
Ion. ὀφθαλμίη, ἡ,
A ophthalmia, a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, Epid.1.5 (both pl.), Vid.Ac.9 (sg.), Ar.Pl.115, X.Mem. 3.8.3, Pl.Phdr.255d, Alc.2.139e, etc.; ὀφθαλμίαι ξηραί Hp.Aër. l.c.; ὀφθαλμίαι ὑγραί ib.3.
II metaph., φθόνος ὀ. τίς ἐστιν ψυχῆς Phld.Vit. p.21 J.
German (Pape)
[Seite 425] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που ἄνθρωπος ὀφθαλμούς, ᾧ ὄνομα ὀφθαλμία, Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ophtalmie avec épanchement d'humeurs et chassie;
2 cécité.
Étymologie: ὀφθαλμός.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμία: ἡ
1 воспаление глаз (преимущ. гнойное) Xen., Plat., Arst., Plut.;
2 слепота: ἀπαλλάξειν τινὰ τῆς ὀφθαλμίας Arph. освободить кого-л. от слепоты.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμία: ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ ἔκκρισις ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφθαλμία, ἡ πήρωσις. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».
Greek Monolingual
ὀφθάλμια, τὰ (Α)
βλ. οφθάλμιος.
η (Α ὀφθαλμία, ιων. τ. ὀφθαλμίη) οφθαλμός
νεοελλ.
γενική ονομασία τών φλεγμονωδών παθήσεων του οφθαλμού και τών οργάνων του («οφθαλμία τών χιόνων» — έντονη επιπεφυκίτιδα με πόνο του ματιού, δακρύρροια, φωτοφοβία και, μερικές φορές, ελαφρά εξέλκωση του κερατοειδούς, η οποία οφείλεται στην ανάκλαση τών ηλιακών ακτίνων από τα χιόνια)
αρχ.
1. νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εκκρίνεται υγρό
2. μτφ. φθόνος.
Greek Monotonic
ὀφθαλμία: ἡ (ὀφθαλμός), οφθαλμία, πάθηση των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ὀφθαλμία, ἡ, ὀφθαλμός
ophthalmia, Ar., Xen., etc.
Translations
blindness
Arabic: عَمًى; Armenian: կուրություն; Aromanian: urbari, urbeatsã; Asturian: ceguera; Belarusian: слепата; Bengali: অন্ধত্ব; Bulgarian: слепота; Catalan: ceguesa; Chichewa: khungu; Chinese Mandarin: 盲目性; Czech: slepota; Danish: blindhed; Dutch: blindheid; Esperanto: blindeco; Estonian: pimedus; Faroese: blindleiki, blindi, blindni; Finnish: sokeus; French: cécité; Galician: cegueira; Georgian: სიბრმავე, უსინათლობა; German: Blindheit; Greek: τύφλωση, τυφλότητα; Ancient Greek: ἀβλεψία, ἀθεησίη, ἀλάωσις, ἀλαωτύς, ἀμαυρότης, ἀνοψίη, ἀορασία, ἀποτύφλωσις, βάλιος, ἕλκος ἀλαόν, ὀφθαλμία, ὀφθαλμίη, πάθη τῶν ὀφθαλμῶν, πήρωσις, πώρωσις, σκότος, τυφλότης, τύφλωσις; Hebrew: עיוורון; Hindi: अन्धता; Hungarian: vakság; Irish: daille; Italian: cecità; Japanese: 盲目; Kalmyk: бала; Khmer: ភាពពិការភ្នែក, ភាពខ្វាក់; Korean: 장님; Kurdish Central Kurdish: کوێری, kwêrî; Northern Kurdish: korî, korahî; Latin: caecitas; Macedonian: слепило; Malayalam: അന്ധത; Mongolian: сохор; Norwegian Bokmål: blindhet; Nynorsk: blindskap; Persian: نابینایی; Polish: ślepota; Portuguese: cegueira; Romanian: orbire; Russian: слепота; Scottish Gaelic: doille; Serbo-Croatian Cyrillic: слепило / сљепило, слепоћа / сљепоћа; Roman: slepilo / sljepilo, slepoća / sljepoća; Slovak: slepota; Slovene: slepota; Spanish: ceguera; Swahili: upofu; Swedish: blindhet; Telugu: అంధత్వము, గుడ్డితనం; Turkish: körlük; Turkmen: körlük; Ukrainian: сліпота