3,274,163
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>). | |mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[vulgarity]]=== | |||
Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: [[vulgarité]]; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: [[Vulgarität]]; Greek: [[χυδαιότητα]], [[χυδαιότης]]; Ancient Greek: [[ἀναγωγία]], [[ἀπειροκαλία]], [[βαναυσία]], [[βαναυσίη]], [[τὰ χαμαίζηλα]], [[φορτικότης]], [[χυδαιολογία]], [[χυδαιότης]]; Portuguese: [[vulgaridade]]; Russian: [[вульгарность]], [[пошлость]]; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: [[vulgaridad]]; Ukrainian: вульгарність | |||
}} | }} |