χυδαιότης

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυδαιότης Medium diacritics: χυδαιότης Low diacritics: χυδαιότης Capitals: ΧΥΔΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: chydaiótēs Transliteration B: chydaiotēs Transliteration C: chydaiotis Beta Code: xudaio/ths

English (LSJ)

χυδαιότητος, ἡ, vulgarity, Jul.Gal.43b, 238b.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.

Greek (Liddell-Scott)

χῠδαιότης: χυδαιότητος, ἡ, τρόπος χυδαῖος, «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.

Greek Monolingual

η / χυδαιότης, -ητος, ΝΜΑ χυδαῖος
η ιδιότητα του χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)
νεοελλ.
χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο»)
μσν.
1. σύγχυση, έλλειψη τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)
2. κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («χυδαιότης ῥημάτων», Φώτ.).

Translations

vulgarity

Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: vulgarité; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: Vulgarität; Greek: χυδαιότητα, χυδαιότης; Ancient Greek: ἀναγωγία, ἀπειροκαλία, βαναυσία, βαναυσίη, τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης, τὸ χαμαιτυπές, χυδαιολογία, χυδαιότης; Portuguese: vulgaridade; Russian: вульгарность, пошлость; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: vulgaridad; Ukrainian: вульгарність