γελάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[γελῶ]] :<br /><i>impf.</i> ἐγέλων, <i>f.</i> γελάσομαι, <i>postér.</i> γελάσω, <i>ao.</i> ἐγέλασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> γελασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐγελάσθην, <i>pf. seul. en compos.</i><br /><b>I.</b> <i>primit.</i> briller ; γέλασσε <i>poét.</i> δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς IL toute la terre alentour resplendit de l'éclat étincelant de l'airain;<br /><b>II.</b> <i>p. suite, à cause de la joie qui illumine le visage</i>, rire : γ. χείλεσιν IL rire des lèvres, <i>càd</i> d'un rire contraint ; <i>avec un suj. de chose</i> : ἐγέλασσε [[δέ]] οἱ φίλον [[ἦτορ]] IL et son cœur se réjouit <i>litt.</i> fut riant ; γ. [[ἐπί]] τινι, τινά, τινός, [[ἐπί]] τινος rire de qqn ; γ. [[ἐπί]] τινι, τινί, τι rire de qch ; <i>Pass.</i> être un objet de dérision, être l'objet des railleries : [[πρός]] τινος, [[παρά]] τινος, de qqn.<br />'''Étymologie:''' pour *γελάσθω de la R. Γαλ, être clair, briller.
|btext=[[γελῶ]] :<br /><i>impf.</i> ἐγέλων, <i>f.</i> γελάσομαι, <i>postér.</i> γελάσω, <i>ao.</i> ἐγέλασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> γελασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐγελάσθην, <i>pf. seul. en compos.</i><br /><b>I.</b> <i>primit.</i> briller ; γέλασσε <i>poét.</i> δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς IL toute la terre alentour resplendit de l'éclat étincelant de l'airain;<br /><b>II.</b> <i>p. suite, à cause de la joie qui illumine le visage</i>, rire : γ. χείλεσιν IL rire des lèvres, <i>càd</i> d'un rire contraint ; <i>avec un suj. de chose</i> : ἐγέλασσε [[δέ]] οἱ φίλον [[ἦτορ]] IL et son cœur se réjouit <i>litt.</i> fut riant ; γ. ἐπί τινι, τινά, τινός, [[ἐπί]] τινος rire de qqn ; γ. ἐπί τινι, τινί, τι rire de qch ; <i>Pass.</i> être un objet de dérision, être l'objet des railleries : [[πρός]] τινος, [[παρά]] τινος, de qqn.<br />'''Étymologie:''' pour *γελάσθω de la R. Γαλ, être clair, briller.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γελάω:''' Επικ. [[γελόω]], Επικ. μτχ. πληθ. [[γελόωντες]], [[γελώοντες]], <i>-ώωντες</i> ή <i>-οίωντες</i>, Επικ. παρατ. [[γελοίων]] ή <i>-ώων</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>γελᾶντι</i>, θηλ. μτχ. <i>γελᾶσα</i>· μέλ. γελάσομαι [ᾰ], μεταγεν. <i>γελάσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἐγέλᾰσα</i>, Επικ. [[ἐγέλασσα]], Δωρ. [[ἐγέλαξα]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐγελάσθην</i>.<br /><b class="num">I.</b> ως απόλ., [[γελώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐγέλασσεν χείλεσιν</i>, λέγεται για το προσποιητό, το επίπλαστο [[γέλιο]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ἕνεκα]] τοῦ γελασθῆναι, [[χάριν]] της πρόκλησης γέλιου, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γελώ]] εις [[βάρος]] κάποιου, Λατ. [[irrideo]]· [[ἐπί]] τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, εις [[βάρος]] κάποιου πράγματος, σε Ξεν.· ομοίως με δοτ., σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]], όπως το [[καταγελάω]], με γεν. προσ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ειρωνεύομαι]], [[χλευάζω]], [[περιπαίζω]]· <i>τινά</i> ή <i>τι</i>, σε Θεόκρ., Αριστοφ. — Παθ., εμπαίζομαι, περιγελώμαι, χλευάζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''γελάω:''' Επικ. [[γελόω]], Επικ. μτχ. πληθ. [[γελόωντες]], [[γελώοντες]], <i>-ώωντες</i> ή <i>-οίωντες</i>, Επικ. παρατ. [[γελοίων]] ή <i>-ώων</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>γελᾶντι</i>, θηλ. μτχ. <i>γελᾶσα</i>· μέλ. γελάσομαι [ᾰ], μεταγεν. <i>γελάσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἐγέλᾰσα</i>, Επικ. [[ἐγέλασσα]], Δωρ. [[ἐγέλαξα]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐγελάσθην</i>.<br /><b class="num">I.</b> ως απόλ., [[γελώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐγέλασσεν χείλεσιν</i>, λέγεται για το προσποιητό, το επίπλαστο [[γέλιο]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ἕνεκα]] τοῦ γελασθῆναι, [[χάριν]] της πρόκλησης γέλιου, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γελώ]] εις [[βάρος]] κάποιου, Λατ. [[irrideo]]· ἐπί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, εις [[βάρος]] κάποιου πράγματος, σε Ξεν.· ομοίως με δοτ., σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]], όπως το [[καταγελάω]], με γεν. προσ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ειρωνεύομαι]], [[χλευάζω]], [[περιπαίζω]]· <i>τινά</i> ή <i>τι</i>, σε Θεόκρ., Αριστοφ. — Παθ., εμπαίζομαι, περιγελώμαι, χλευάζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls