φιλότιμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "πρός τινα" to "πρός τινα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλότῑμος:''' -ον ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που αγαπά την [[τιμή]], αυτός που διψάει για [[τιμή]], [[φιλόδοξος]], [[ζηλότυπος]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· με θετική [[σημασία]], σε Ξεν., Ισοκρ.· με αφηρ. ονόματα (με τις [[δύο]] σημασίες), <i>εὐχά</i>, σε Αισχύλ. [[ἦθος]], σε Ευρ.· <i>σοφίαι</i>, σε Αριστοφ.· [[φιλότιμος]] [[ἐπί]] τινι, [[πρόθυμος]] να τιμάται (να δέχεται τιμές) για κάποιο [[πράγμα]], αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε [[κάτι]]...· <i>ἐπὶ σοφίᾳ</i>, <i>ἐπ' ἀρετῇ</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φιλοδόξως]] [[άσωτος]], [[σπάταλος]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με Παθ. [[σημασία]] = [[πολυτίμητος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, [[φιλοδόξως]], με [[ζηλοτυπία]], [[φιλοτίμως]] ἔχειν, [[αγωνίζομαι]] με [[ζηλοτυπία]], σε Πλάτ.· [[φιλοδόξως]] ἔχειν [[πρός]] τι, [[αγωνίζομαι]], [[διαθέτω]] τον εαυτό μου με ζήλο [[απέναντι]] σε κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φῐλότῑμος:''' -ον ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που αγαπά την [[τιμή]], αυτός που διψάει για [[τιμή]], [[φιλόδοξος]], [[ζηλότυπος]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· με θετική [[σημασία]], σε Ξεν., Ισοκρ.· με αφηρ. ονόματα (με τις [[δύο]] σημασίες), <i>εὐχά</i>, σε Αισχύλ. [[ἦθος]], σε Ευρ.· <i>σοφίαι</i>, σε Αριστοφ.· [[φιλότιμος]] ἐπί τινι, [[πρόθυμος]] να τιμάται (να δέχεται τιμές) για κάποιο [[πράγμα]], αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε [[κάτι]]...· <i>ἐπὶ σοφίᾳ</i>, <i>ἐπ' ἀρετῇ</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φιλοδόξως]] [[άσωτος]], [[σπάταλος]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με Παθ. [[σημασία]] = [[πολυτίμητος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, [[φιλοδόξως]], με [[ζηλοτυπία]], [[φιλοτίμως]] ἔχειν, [[αγωνίζομαι]] με [[ζηλοτυπία]], σε Πλάτ.· [[φιλοδόξως]] ἔχειν [[πρός]] τι, [[αγωνίζομαι]], [[διαθέτω]] τον εαυτό μου με ζήλο [[απέναντι]] σε κάποιο [[πράγμα]], σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj