ἀποτρέπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> détourner, écarter : τινά qqn ; [[ἐπί]] τινι [[ἔγχος]] ἀπ. SOPH détourner sa lance d'un ennemi sur un autre;<br /><b>2</b> [[détourner par la crainte]] <i>ou</i> la persuasion, dissuader : τινα ἐπέεσσιν IL dissuader qqn par ses paroles ; τινά τινος détourner qqn de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποτρέπομαι]] (<i>f.</i> ἀποτρέψομαι, <i>f.2</i> ἀποτραπήσομαι, <i>ao.2</i> ἀπετραπόμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[se détourner]] : [[εἴς]] τι <i>ou</i> πρός τι d'une chose vers une autre ; <i>abs.</i> se détourner avec indifférence ; <i>fig.</i> s'abstenir de, cesser;<br /><b>2</b> [[se détourner]], [[s'éloigner]] : ἐκ κινδύνων THC fuir loin du danger ; <i>abs.</i> s'en retourner;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> détourner de soi (un malheur, <i>etc.</i>), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τρέπω]].
|btext=<b>1</b> détourner, écarter : τινά qqn ; ἐπί τινι [[ἔγχος]] ἀπ. SOPH détourner sa lance d'un ennemi sur un autre;<br /><b>2</b> [[détourner par la crainte]] <i>ou</i> la persuasion, dissuader : τινα ἐπέεσσιν IL dissuader qqn par ses paroles ; τινά τινος détourner qqn de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποτρέπομαι]] (<i>f.</i> ἀποτρέψομαι, <i>f.2</i> ἀποτραπήσομαι, <i>ao.2</i> ἀπετραπόμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[se détourner]] : [[εἴς]] τι <i>ou</i> πρός τι d'une chose vers une autre ; <i>abs.</i> se détourner avec indifférence ; <i>fig.</i> s'abstenir de, cesser;<br /><b>2</b> [[se détourner]], [[s'éloigner]] : ἐκ κινδύνων THC fuir loin du danger ; <i>abs.</i> s'en retourner;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> détourner de soi (un malheur, <i>etc.</i>), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] κάποιον [[μακριά]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταστρέφω]], [[μεταπείθω]] κάποιον ώστε να μην πράξει [[κάτι]], [[αποτρέπω]], σε Θουκ.· επίσης με απαρ., [[ἀποτρέπω]] τινὰ ποιεῖν τι, σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. μόνο, κάνω κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]] προξενώντας φόβο, [[απομακρύνω]], αποδιώχνω, [[αναγκάζω]] σε [[οπισθοχώρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] να στραφεί σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αποκρούω]], [[κωλύω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· πρβλ. [[ἀποτρόπαιος]], [[ἀπότροπος]].<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι από τους άλλους, [[εναντίον]] ενός, τι [[ἐπί]] τινι, σε Σοφ. — Μέσ., ἀποτραπόμενος [[πρός]] τι, στρέφοντας την [[προσοχή]] μου από τα άλλα αντικείμενα σε αυτό το συγκεκριμένο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">1.</b> στρέφομαι από, [[απέχω]] από [[μία]] [[πράξη]], με μτχ., σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[σταματώ]], [[παύω]], [[απέχω]] από φόβο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστρέφω]] το πρόσωπό μου από, [[αδιαφορώ]] για ή δεν [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], όπως το Λατ. aversari, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀποτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] κάποιον [[μακριά]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταστρέφω]], [[μεταπείθω]] κάποιον ώστε να μην πράξει [[κάτι]], [[αποτρέπω]], σε Θουκ.· επίσης με απαρ., [[ἀποτρέπω]] τινὰ ποιεῖν τι, σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. μόνο, κάνω κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]] προξενώντας φόβο, [[απομακρύνω]], αποδιώχνω, [[αναγκάζω]] σε [[οπισθοχώρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] να στραφεί σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αποκρούω]], [[κωλύω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· πρβλ. [[ἀποτρόπαιος]], [[ἀπότροπος]].<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι από τους άλλους, [[εναντίον]] ενός, τι ἐπί τινι, σε Σοφ. — Μέσ., ἀποτραπόμενος [[πρός]] τι, στρέφοντας την [[προσοχή]] μου από τα άλλα αντικείμενα σε αυτό το συγκεκριμένο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">1.</b> στρέφομαι από, [[απέχω]] από [[μία]] [[πράξη]], με μτχ., σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[σταματώ]], [[παύω]], [[απέχω]] από φόβο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστρέφω]] το πρόσωπό μου από, [[αδιαφορώ]] για ή δεν [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], όπως το Λατ. aversari, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> στρέφομαι προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj