βοσκός: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βοσκός]])<br />αυτός που βόσκει, που τρέφει [[κοπάδι]] ζώων, ο [[ποιμένας]]<br />(αρχ. -μσν.) [[αρχηγός]], [[ηγέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. [[λέξη]] που προήλθε πιθ. με [[απόσπαση]] από προγενέστερα [[σύνθετα]] σε -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[ανθοβοσκός]], [[γηροβοσκός]], <i>λωτο</i>-[[βοσκός]], <i>προ</i>-[[βοσκός]], κ.ά. Εκτός της λ. [[βοσκός]] χρησιμοποιούνταν στην αρχαία και τα [[αιπόλος]], [[ποιμήν]], [[βουκόλος]], [[οιοπόλος]], που παρουσιάζουν διαφορές στη [[σημασία]] και στη [[χρήση]] τους. Συγκεκριμένα, το [[αιπόλος]] (Ομηρος) σήμαινε τον «γιδοβοσκό», το δε [[ποιμήν]] στον Όμηρο δήλωνε τον «βοσκό προβάτων ή βοδιών», ενώ μεθομηρικά «αυτόν που βόσκει πρόβατα ή κατσίκες», για να καταλήξει να σημαίνει τον «βοσκό» γενικά. Εξάλλου το [[βουκόλος]] δήλωνε τόσο τον «βοσκό» γενικά όσο και ειδικότερα τον «βοσκό βοδιών», ενώ το [[οιοπόλος]], που μαρτυρείται σπάνια με τη [[σημασία]] «[[βοσκός]] προβάτων», αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] από το [[ποιμήν]]. Τέλος, στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. <i>τσοπάνης</i> για να δηλώσει τον «βοσκό» και ιδιαίτερα [[μάλιστα]] τον «βοσκό προβάτων και κατσικιών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βοσκοπούλα]], [[βοσκόπουλο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό -[[βοσκός]]) [[αιγοβοσκός]], [[πορνοβοσκός]], [[προβατοβοσκός]], [[χηνοβοσκός]], [[χοιροβοσκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιλουροβοσκός]], [[ανθοβοσκός]], [[αρηνοβοσκός]], [[βοοβοσκός]], [[γηροβοσκός]], <i>ελαφοβοσκός</i>, [[ερρηνοβοσκός]], [[ιβιοβοσκός]], [[ιερακοβοσκός]], [[ιπποβοσκός]], [[καμηλοβοσκός]], [[κροκοδιλοβοσκός]], [[κυνοβοσκός]], [[λωτοβοσκός]], [[μηλοβοσκός]], [[παιδοβοσκός]], [[προβοσκός]], [[συοβοσκός]], [[χειροβοσκός]], [[υοβοσκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγελαδοβοσκός]], [[αιγοβοσκός]], [[αλογοβοσκός]], <i>αρχιβοσκός</i>, <i>γελαδοβοσκός</i>, <i>γεροβοσκός</i>, [[γιδοβοσκός]], <i>πρωτοβοσκός</i>].
|mltxt=ο (AM [[βοσκός]])<br />αυτός που βόσκει, που τρέφει [[κοπάδι]] ζώων, ο [[ποιμένας]]<br />(αρχ. -μσν.) [[αρχηγός]], [[ηγέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. [[λέξη]] που προήλθε πιθ. με [[απόσπαση]] από προγενέστερα [[σύνθετα]] σε -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[ανθοβοσκός]], [[γηροβοσκός]], [[λωτοβοσκός]], [[προβοσκός]], κ.ά. Εκτός της λ. [[βοσκός]] χρησιμοποιούνταν στην αρχαία και τα [[αιπόλος]], [[ποιμήν]], [[βουκόλος]], [[οιοπόλος]], που παρουσιάζουν διαφορές στη [[σημασία]] και στη [[χρήση]] τους. Συγκεκριμένα, το [[αιπόλος]] (Ομηρος) σήμαινε τον «γιδοβοσκό», το δε [[ποιμήν]] στον Όμηρο δήλωνε τον «βοσκό προβάτων ή βοδιών», ενώ μεθομηρικά «αυτόν που βόσκει πρόβατα ή κατσίκες», για να καταλήξει να σημαίνει τον «βοσκό» γενικά. Εξάλλου το [[βουκόλος]] δήλωνε τόσο τον «βοσκό» γενικά όσο και ειδικότερα τον «βοσκό βοδιών», ενώ το [[οιοπόλος]], που μαρτυρείται σπάνια με τη [[σημασία]] «[[βοσκός]] προβάτων», αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] από το [[ποιμήν]]. Τέλος, στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. [[τσοπάνης]] για να δηλώσει τον «βοσκό» και ιδιαίτερα [[μάλιστα]] τον «βοσκό προβάτων και κατσικιών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βοσκοπούλα]], [[βοσκόπουλο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό -[[βοσκός]]) [[αιγοβοσκός]], [[πορνοβοσκός]], [[προβατοβοσκός]], [[χηνοβοσκός]], [[χοιροβοσκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιλουροβοσκός]], [[ανθοβοσκός]], [[αρηνοβοσκός]], [[βοοβοσκός]], [[γηροβοσκός]], <i>ελαφοβοσκός</i>, [[ερρηνοβοσκός]], [[ιβιοβοσκός]], [[ιερακοβοσκός]], [[ιπποβοσκός]], [[καμηλοβοσκός]], [[κροκοδιλοβοσκός]], [[κυνοβοσκός]], [[λωτοβοσκός]], [[μηλοβοσκός]], [[παιδοβοσκός]], [[προβοσκός]], [[συοβοσκός]], [[χειροβοσκός]], [[υοβοσκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγελαδοβοσκός]], [[αιγοβοσκός]], [[αλογοβοσκός]], <i>αρχιβοσκός</i>, <i>γελαδοβοσκός</i>, <i>γεροβοσκός</i>, [[γιδοβοσκός]], <i>πρωτοβοσκός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοσκός:''' ὁ, [[ποιμένας]], τσοπάνος, σε Ανθ.
|lsmtext='''βοσκός:''' ὁ, [[ποιμένας]], [[τσοπάνος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{trml
{{trml