βοσκός
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
ὁ, βοσκοῦ,
A herdsman, Aesop.316, interpol. in AP7.703 (Myrin.); βοσκὸς προβάτων = shepherd, interpol. in Dsc.4.119.
II as adjective, feeding itself (= Lat. agrestis, non pastus), φασιανός, χήν, Edict.Diocl.4.18 (variant for ἄγριος), 22; cf. βοσκάς.
Spanish (DGE)
βοσκή, βοσκόν
• Grafía: a veces graf. βόσκος, βοσσκός
I 1que se cría libremente, de campo, campero de anim. φασιανή DP 4.20, τρυγών DP 4.26, χήν DP 4.22.
2 apacentado n. dado a ciertos ascetas que se alimentaban de hierbas, Soz.HE 6.33.2.
II subst. ὁ βοσκός
1 pastor de Eros bucólico AP 7.703 (Myrin.), καλύβη βοσκοῦ Aesop.24.2, βοσκὸς προβάτων Dsc.4.119 (cód.), (χοιριδίων) POxford 10.19 (I/II d.C.), αἰγῶν PRoss.Georg.5.60ue.11 (IV d.C.).
2 alimentador, criador τῶν οἰωνῶν καὶ τῶν ὀρνέων dicho de Tiresias, Sch.A.Th.24, cf. 24j.
German (Pape)
[Seite 454] ὁ, der Weidende, Hirt, Aesop.; Myrin. 3 (VII, 703).
French (Bailly abrégé)
βοσκοῦ (ὁ) :
pâtre, berger.
Étymologie: βόσκω.
Russian (Dvoretsky)
βοσκός: ὁ пастух Aesop., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκός: ὁ, ὁ βόσκων ἀγέλην, Ἀνθ. II. 7. 703· βοσκὸς προβάτων, ποιμήν, Διοσκ. 4. 118· ―παρὰ Γραμμ. καὶ βοσκήτωρ.
Greek Monolingual
ο (AM βοσκός)
αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας
(αρχ. -μσν.) αρχηγός, ηγέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε -βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθοβοσκός, γηροβοσκός, λωτοβοσκός, προβοσκός, κ.ά. Εκτός της λ. βοσκός χρησιμοποιούνταν στην αρχαία και τα αιπόλος, ποιμήν, βουκόλος, οιοπόλος, που παρουσιάζουν διαφορές στη σημασία και στη χρήση τους. Συγκεκριμένα, το αιπόλος (Ομηρος) σήμαινε τον «γιδοβοσκό», το δε ποιμήν στον Όμηρο δήλωνε τον «βοσκό προβάτων ή βοδιών», ενώ μεθομηρικά «αυτόν που βόσκει πρόβατα ή κατσίκες», για να καταλήξει να σημαίνει τον «βοσκό» γενικά. Εξάλλου το βουκόλος δήλωνε τόσο τον «βοσκό» γενικά όσο και ειδικότερα τον «βοσκό βοδιών», ενώ το οιοπόλος, που μαρτυρείται σπάνια με τη σημασία «βοσκός προβάτων», αντικαταστάθηκε στη χρήση από το ποιμήν. Τέλος, στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται κυρίως η λ. τσοπάνης για να δηλώσει τον «βοσκό» και ιδιαίτερα μάλιστα τον «βοσκό προβάτων και κατσικιών».
ΠΑΡ. νεοελλ. βοσκοπούλα, βοσκόπουλο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό -βοσκός) αιγοβοσκός, πορνοβοσκός, προβατοβοσκός, χηνοβοσκός, χοιροβοσκός
αρχ.
αιλουροβοσκός, ανθοβοσκός, αρηνοβοσκός, βοοβοσκός, γηροβοσκός, ελαφοβοσκός, ερρηνοβοσκός, ιβιοβοσκός, ιερακοβοσκός, ιπποβοσκός, καμηλοβοσκός, κροκοδιλοβοσκός, κυνοβοσκός, λωτοβοσκός, μηλοβοσκός, παιδοβοσκός, προβοσκός, συοβοσκός, χειροβοσκός, υοβοσκός
νεοελλ.
αγελαδοβοσκός, αιγοβοσκός, αλογοβοσκός, αρχιβοσκός, γελαδοβοσκός, γεροβοσκός, γιδοβοσκός, πρωτοβοσκός].
Greek Monotonic
βοσκός: ὁ, ποιμένας, τσοπάνος, σε Ανθ.
Translations
herdsman
Arabic: رَاعٍ; Egyptian Arabic: راعي; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук
shepherd
Aghwan: 𐔰𐕚𐔴𐕔; Albanian: bari, çoban; Arabic: رَاعٍ; Egyptian Arabic: راعي; Moroccan Arabic: سارح, سارْحة; Armenian: հովիվ, չոբան; Aromanian: picurar, uiar; Assamese: ভেৰাৰখীয়া; Asturian: pastor; Azerbaijani: çoban; Bakhtiari: شوں; Bashkir: көтөүсе; Basque: artzain; Belarusian: пастух, пастыр; Breton: bugul; Bulgarian: пастир; Burmese: သိုးထိန်း; Catalan: pastor; Chichewa: mbusa; Chinese Mandarin: 牧羊人, 羊倌, 牧民, 牧人; Coptic: ⲙⲁⲛⲉⲥⲟⲟⲩ; Cornish: bugel; Czech: pastýř, pasák; Danish: fårehyrde; Dutch: herder, schaapherder; Esperanto: ŝafisto, ŝafistino; Estonian: karjus, lambur; Finnish: lammaspaimen; French: berger, bergère, pasteur, pâtre, pastoureau; Friulian: piorâr, fedâr, pastôr; Galician: pastor, pegureiro; Georgian: მწყემსი, მეცხვარე, ჩობანი; German: Schäfer, Schafhirt, Hirt, Hirte; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Greek: βοσκός, τσοπάνης; Ancient Greek: ἀρηνοβοσκός, βοσκός, βοσκὸς προβάτων, βόσκων, μηλάτης, μηλοβότας, μηλοβοτήρ, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, νομεὺς προβάτων, οἰονόμος, ποιμάνωρ, ποιμήν, προβατοβοσκός; Hebrew: רוֹעֶה; Hindi: गड़ेरिया, चूपान; Hungarian: pásztor, juhász; Hunsrik: Schefer, Schefrin; Icelandic: hirðir, fjárhirðir, smali, smalamaður; Irish: aoire, tréadaí, buachaill caorach; Middle Irish: áegaire; Old Irish: oegaire; Italian: pastore, pecoraio, pecoraro; Japanese: 羊飼い, 牧人; Kazakh: малшы, қойшы; Khmer: មេសបាល, មេសបាលី; Kikuyu: mũrĩithi; Korean: 목자(牧者), 양치기; Kurdish Central Kurdish: شوان; Northern Kurdish: şivan; Kyrgyz: малчы; Lao: ຄົນລ້ຽງແກະ; Latin: pastor, upilio, pecorarius; Latvian: gans; Lezgi: чубан; Ligurian: pastô; Lithuanian: piemuo; Luxembourgish: Schéifer; Macedonian: овчар, пастир, чобан; Malay: gembala, penggembala; Maltese: ragħaj; Manx: bochil; Mazanderani: کرد, گسن کرد; Middle English: schepherde; Mongolian Cyrillic: хоньчин; Mongolian: ᠬᠣᠨᠢᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Northern Sami: geahčči; Norwegian Bokmål: gjeter, hyrde; Nynorsk: gjetar, hjuring; Occitan: pastre, oelhièr; Old English: sċēaphierde; Old Occitan: pastor; Ossetian: фиййау; Ottoman Turkish: چوبان; Pashto: شپون; Persian: چوپان, چوپون, شبان, شوان, چوبان; Plautdietsch: Hoad; Polish: pasterz, pastuch, baraniarz, owczarz; Portuguese: pastor, pegureiro, ovelheiro; Romanian: cioban, oier, păstor, păcurar; Russian: пастух, пастушка, овчар, чабан, пастырь; Sanskrit: अविपाल; Sardinian: pastori, berbecarju, berbecàlgiu, berbegarzu; Scottish Gaelic: buachaill-chaorach, cìobair, aoghaire; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Sicilian: pasturi, picuraru; Slovak: pastier; Slovene: pastir; Southern Altai: малчы, кӱдӱчи; Spanish: pastor, ovejero; Sumerian: 𒉺𒇻; Swahili: mchungaji; Swedish: fåraherde; Tabasaran: габан; Tajik: чӯпон; Tarifit: arinti; Tatar: көтүче; Thai: เมษบาล, คนเลี้ยง; Turkish: çoban; Turkmen: çopan; Tuvan: хойжу; Ugaritic: 𐎗𐎓𐎊; Ukrainian: пастух, пастир; Urdu: چوپان; Uyghur: چۇپان; Uzbek: cho'pon; Venetian: pastor, piegoràro; Vietnamese: người chăn cừu; Volapük: jipigaledan, galedanapul, galedanahipul, galedanajipul; Walloon: bierdjî, biedjresse; Welsh: bugail; Yiddish: פּאַסטעך, פּאַסטושקע; Zazaki: şıwane, şıwani