σαθρός: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sathros
|Transliteration C=sathros
|Beta Code=saqro/s
|Beta Code=saqro/s
|Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> [[unsound]], [[impaired]], [[sick]], [[unhealthy]], σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.''Vict.''1.15; of diseased or unsound parts of the frame, <b class="b3">τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται</b> ibid.; <b class="b3">γάλλοι καὶ σ.</b> [[impotent]], PGnom.244 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> of a [[vessel]], [[cracked]], opp. [[ὑγιής]], εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 55c; εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.''Tht.''179d; <b class="b3">ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά</b> Id.''Grg.''493e; <b class="b3">πίθοι σαθροί</b> prob. in ''IG''12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.''Aud.''804a32: metaph., ἡ [[κολακεία]] σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e.<br><span class="bld">3</span> metaph., σ. [[κῦδος]] = [[unsound]] [[fame]], Pi. ''N.''8.34; <b class="b3">πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι</b> before any [[unsound]] [[thought]] comes into their [[head]]s, i.e. before they [[prove]] [[traitor]]s, [[Herodotus|Hdt.]]6.109; σ. λόγοι E.''Hec.''1190, ''Rh.''639; <b class="b3">τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις σ.</b>; Id.''Supp.''1064; τοῦτ' ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν Id.''Ba.''487; σ. μετάβασις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''736e; σ. ἐστι.. πᾶν ὅ τι ἂν μὴ [[δικαίως]] ᾖ πεπραγμένον D.18.227; εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.''Euthphr.''5c; εὑρήσει τὰ σαθρὰ τῶν ἐκείνου πραγμάτων ὁ πόλεμος D.4.44; τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu.''Dio'' 23. Adv., [[σαθρῶς]] [[ἱδρυμένος]] = built on [[unsound]] [[foundation]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1100b7.
|Definition=σαθρά, σαθρόν,<br><span class="bld">A</span> [[unsound]], [[impaired]], [[sick]], [[unhealthy]], σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.''Vict.''1.15; of diseased or unsound parts of the frame, <b class="b3">τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται</b> ibid.; <b class="b3">γάλλοι καὶ σ.</b> [[impotent]], PGnom.244 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> of a [[vessel]], [[cracked]], opp. [[ὑγιής]], εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 55c; εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.''Tht.''179d; <b class="b3">ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά</b> Id.''Grg.''493e; <b class="b3">πίθοι σαθροί</b> prob. in ''IG''12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.''Aud.''804a32: metaph., ἡ [[κολακεία]] σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e.<br><span class="bld">3</span> metaph., σ. [[κῦδος]] = [[unsound]] [[fame]], Pi. ''N.''8.34; <b class="b3">πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι</b> before any [[unsound]] [[thought]] comes into their [[head]]s, i.e. before they [[prove]] [[traitor]]s, [[Herodotus|Hdt.]]6.109; σ. λόγοι E.''Hec.''1190, ''Rh.''639; <b class="b3">τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις σ.</b>; Id.''Supp.''1064; τοῦτ' ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν Id.''Ba.''487; σ. μετάβασις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''736e; σ. ἐστι.. πᾶν ὅ τι ἂν μὴ [[δικαίως]] ᾖ πεπραγμένον D.18.227; εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.''Euthphr.''5c; εὑρήσει τὰ σαθρὰ τῶν ἐκείνου πραγμάτων ὁ πόλεμος D.4.44; τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu.''Dio'' 23. Adv., [[σαθρῶς]] [[ἱδρυμένος]] = built on [[unsound]] [[foundation]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1100b7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] wie [[σαπρός]], angefault, verdorben, morsch, daher übh. schwach, hinfällig, schadhaft; κῦδος, vera gänglicher Ruhm, Pind. N. 8, 34; [[αἴνιγμα]], Eur. Suppl. 1064; λόγοι, Hec. 1190; τοῦτ' εἰς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν, Bacch. 487; σαθρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn, Her. 6, 109; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ [[σαθρός]] ἐστι, wo es ihm fehlt, Plat. ''Euthyphr.'' 5 c; [[εἴτε]] ὑγιές, [[εἴτε]] σαθρὸν φθέγγεται, Theaet. 179 d, wie εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, [[πᾶν]] περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist; dah. τὰ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Gorg. 493 e; Dem. 2, 21 verbindet κἂν [[ῥῆγμα]] κἂν [[στρέμμα]] κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαθρὸν ᾖ; 18, 227 σαθρόν ἐστι φύσει [[πᾶν]], ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] wie [[σαπρός]], [[angefault]], [[verdorben]], [[morsch]], daher übh. [[schwach]], [[hinfällig]], [[schadhaft]]; κῦδος, vera gänglicher Ruhm, Pind. N. 8, 34; [[αἴνιγμα]], Eur. Suppl. 1064; λόγοι, Hec. 1190; τοῦτ' εἰς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν, Bacch. 487; σαθρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn, Her. 6, 109; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ [[σαθρός]] ἐστι, wo es ihm fehlt, Plat. ''Euthyphr.'' 5 c; [[εἴτε]] ὑγιές, [[εἴτε]] σαθρὸν φθέγγεται, Theaet. 179 d, wie εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, [[πᾶν]] περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist; dah. τὰ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Gorg. 493 e; Dem. 2, 21 verbindet κἂν [[ῥῆγμα]] κἂν [[στρέμμα]] κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαθρὸν ᾖ; 18, 227 σαθρόν ἐστι φύσει [[πᾶν]], ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />avarié, abîmé, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[pourri]], [[qui tombe en pourriture]];<br /><b>2</b> <i>en parl. de vases</i> fêlé ; <i>fig.</i> σαθρὸν ὑπηχεῖν PLUT sonner faux;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> [[de mauvaise qualité]], [[de mauvais aloi]], [[mauvais]].<br />'''Étymologie:''' R. Σαθ, être troué ; v. [[σήθω]].
|btext=ά, όν :<br />[[avarié]], [[abîmé]], <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[pourri]], [[qui tombe en pourriture]];<br /><b>2</b> <i>en parl. de vases</i> fêlé ; <i>fig.</i> σαθρὸν ὑπηχεῖν PLUT sonner faux;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> [[de mauvaise qualité]], [[de mauvais aloi]], [[mauvais]].<br />'''Étymologie:''' R. Σαθ, être troué ; v. [[σήθω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σαθρός]], , -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει [[αντοχή]], [[επισφαλής]], [[ετοιμόρροπος]] («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει στερεή [[βάση]], αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό [[επιχείρημα]]» β. «σαθροὶ λόγοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέρος]] του σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]]) ο μη [[υγιής]] («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νοσηρός]] («[[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — [[προτού]] κάποια νοσηρή [[σκέψη]] επέλθει σε αυτούς, [[δηλαδή]] [[πριν]] να γίνουν προδότες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει ικανότητες, [[ανίκανος]]<br /><b>4.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος<br /><b>5.</b> [[φθαρτός]], [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]] («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαθρώς</i> / <i>σαθρῶς</i> ΝΜΑ<br />σε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη [[κατάσταση]] («σαθρῶς ἱδρυμένος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις του επιθ. [[σαθρός]] με τις λ. [[ψαθυρός]] «εύθραστος», [[σαπρός]] ή [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]], [[φιλτράρω]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
|mltxt=-ή, -ό / [[σαθρός]], σαθρά, σαθρόν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει [[αντοχή]], [[επισφαλής]], [[ετοιμόρροπος]] («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει στερεή [[βάση]], αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό [[επιχείρημα]]» β. «σαθροὶ λόγοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέρος]] του σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]]) ο μη [[υγιής]] («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νοσηρός]] («[[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — [[προτού]] κάποια νοσηρή [[σκέψη]] επέλθει σε αυτούς, [[δηλαδή]] [[πριν]] να γίνουν προδότες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει ικανότητες, [[ανίκανος]]<br /><b>4.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος<br /><b>5.</b> [[φθαρτός]], [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]] («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαθρώς</i> / <i>σαθρῶς</i> ΝΜΑ<br />σε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη [[κατάσταση]] («σαθρῶς ἱδρυμένος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις του επιθ. [[σαθρός]] με τις λ. [[ψαθυρός]] «εύθραστος», [[σαπρός]] ή [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]], [[φιλτράρω]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαθρός:''' , -όν,<br /><b class="num">1.</b> σαπισμένος, [[σάπιος]], φθαρμένος, παρηκμασμένος, [[ετοιμόρροπος]], [[επισφαλής]], ραγισμένος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. <i>σαθρῶς ἱδρυμένος</i>, αυτός που έχει χτιστεί σε επισφαλή, σε σαθρά θεμέλια, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί [[σφι]], [[πριν]] βάλουν με το [[μυαλό]] τους κάποια περίεργη, διεφθαρμένη [[σκέψη]], δηλ. [[προτού]] αποδειχθούν προδότες, σε Ηρόδ.· <i>σ. λόγοι</i>, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σαθρός:''' σαθρά, σαθρόν,<br /><b class="num">1.</b> σαπισμένος, [[σάπιος]], φθαρμένος, παρηκμασμένος, [[ετοιμόρροπος]], [[επισφαλής]], ραγισμένος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. <i>σαθρῶς ἱδρυμένος</i>, αυτός που έχει χτιστεί σε επισφαλή, σε σαθρά θεμέλια, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί [[σφι]], [[πριν]] βάλουν με το [[μυαλό]] τους κάποια περίεργη, διεφθαρμένη [[σκέψη]], δηλ. [[προτού]] αποδειχθούν προδότες, σε Ηρόδ.· <i>σ. λόγοι</i>, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαθρός''': , -όν, σεσηπώς, ἐφθαρμένος, [[νοσηρός]], [[ἐπισφαλής]], σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Ἱππ. 345, 37· ἐπὶ νοσούντων ἢ οὐχὶ ἐν καλῇ καταστάσει μερῶν τοῦ σώματος, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται [[αὐτόθι]] 42· εὕροιμ’ ἂν ὅπῃ [[σαθρός]] ἐστι Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β· εὑρήσει τὰ σαθρὰ [[αὐτοῦ]] (δηλ. Φιλίππου) ὁ [[πόλεμος]] Δημ. 52 ἐν τέλ., πρβλ. 24, 5., 155· τὰ σ. τῆς τυραννίδος Πλουτ. Δίων 23. - Ἐπίρρ., σαθρῶς ἱδρυμένος, ᾠκοδομημένος ἐπὶ οὐχὶ στερεοῦ θεμελίου, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 8. 2) ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἀποδίδει τεθραυσμένον [[σκεῦος]] κρουόμενον, ἀντίθετον τῷ ὑγιής, εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Πλάτ. Φίληβ. 55C· [[εἴτε]] ὑγιὲς [[εἴτε]] σ. φθέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D· ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493Ε· [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66· ἡ [[κολακεία]] σαθρὸν ὑπηχεῖ Πλούτ. 2. 64D.<br />3) μεταφορ., σ. [[κῦδος]], σαθρά, οὐχὶ [[ὑγιὴς]] [[δόξα]], [[φήμη]], Πινδ. Ν. 8, 59· [[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί σφι, πρὶν ἢ νοσηρά τις [[σκέψις]] ἐπέλθῃ εἰς αὐτούς, δηλ. πρὶν ἢ γίνωσι προδόται, Ἡρόδ. 6. 109· σ. λόγοι Ρῆσ. 639· τί τοῦτ’ [[αἴνιγμα]] σημαίνεις σαθρόν; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1064· τοῦτ’ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρὸν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 487· σ. [[μετάβασις]] Πλάτ. Νόμ. 736Ε, πρβλ. Φίληβ. 55C· σαθρόν ἐστι ... πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον Δημ. 303. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σαθρά· ἀσθενῆ, κεκλασμένα». (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[ἄγνωστος]]).
|lstext='''σαθρός''': σαθρά, σαθρόν, σεσηπώς, ἐφθαρμένος, [[νοσηρός]], [[ἐπισφαλής]], σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Ἱππ. 345, 37· ἐπὶ νοσούντων ἢ οὐχὶ ἐν καλῇ καταστάσει μερῶν τοῦ σώματος, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται [[αὐτόθι]] 42· εὕροιμ’ ἂν ὅπῃ [[σαθρός]] ἐστι Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β· εὑρήσει τὰ σαθρὰ [[αὐτοῦ]] (δηλ. Φιλίππου) ὁ [[πόλεμος]] Δημ. 52 ἐν τέλ., πρβλ. 24, 5., 155· τὰ σ. τῆς τυραννίδος Πλουτ. Δίων 23. - Ἐπίρρ., σαθρῶς ἱδρυμένος, ᾠκοδομημένος ἐπὶ οὐχὶ στερεοῦ θεμελίου, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 8. 2) ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἀποδίδει τεθραυσμένον [[σκεῦος]] κρουόμενον, ἀντίθετον τῷ ὑγιής, εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Πλάτ. Φίληβ. 55C· [[εἴτε]] ὑγιὲς [[εἴτε]] σ. φθέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D· ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493Ε· [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66· ἡ [[κολακεία]] σαθρὸν ὑπηχεῖ Πλούτ. 2. 64D.<br />3) μεταφορ., σ. [[κῦδος]], σαθρά, οὐχὶ [[ὑγιὴς]] [[δόξα]], [[φήμη]], Πινδ. Ν. 8, 59· [[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί σφι, πρὶν ἢ νοσηρά τις [[σκέψις]] ἐπέλθῃ εἰς αὐτούς, δηλ. πρὶν ἢ γίνωσι προδόται, Ἡρόδ. 6. 109· σ. λόγοι Ρῆσ. 639· τί τοῦτ’ [[αἴνιγμα]] σημαίνεις σαθρόν; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1064· τοῦτ’ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρὸν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 487· σ. [[μετάβασις]] Πλάτ. Νόμ. 736Ε, πρβλ. Φίληβ. 55C· σαθρόν ἐστι ... πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον Δημ. 303. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σαθρά· ἀσθενῆ, κεκλασμένα». (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[ἄγνωστος]]).
}}
}}
{{etym
{{etym