σιδήριον: Difference between revisions

6_21
(13_3)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] τό, Eisengeräth, Werkzeug, Waffe von Eisen, Valck. Her. 7, 18. 9, 37; σιδήρια λιθουργά, Thuc. 4, 4; ξύλα καὶ σιδήρια, Plat. Euthyd. 300 b; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] τό, Eisengeräth, Werkzeug, Waffe von Eisen, Valck. Her. 7, 18. 9, 37; σιδήρια λιθουργά, Thuc. 4, 4; ξύλα καὶ σιδήρια, Plat. Euthyd. 300 b; Plut. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''σῐδήριον''': τό, ([[σίδηρος]]) [[ἐργαλεῖον]] ἐκ σιδήρου, θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ καίοντα τεμάχια σιδήρου, Ἡρόδ. 7. 18· σιδηρίων ἐπαΐειν, [[αἰσθάνομαι]] τὸν [[σίδηρον]], δὲν [[δύναμαι]] νὰ ἀντιστῶ κατὰ τοῦ σιδήρου, ὁ αὐτ. 3. 29· ἐπὶ μαχαίρας, ὁ αὐτ. 9. 37, πρβλ. Λυσί. 95. 35· σ. λιθουργά, ἐπὶ τῶν ἐργαλείων λιθοξόου, Θουκ. 4. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Θεοφρ. π. Λίθ. 41·- σ. πλατέα, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 1.
}}
}}