Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδήριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδήριον''': τό, ([[σίδηρος]]) [[ἐργαλεῖον]] ἐκ σιδήρου, θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ καίοντα τεμάχια σιδήρου, Ἡρόδ. 7. 18· σιδηρίων ἐπαΐειν, [[αἰσθάνομαι]] τὸν [[σίδηρον]], δὲν [[δύναμαι]] νὰ ἀντιστῶ κατὰ τοῦ σιδήρου, ὁ αὐτ. 3. 29· ἐπὶ μαχαίρας, ὁ αὐτ. 9. 37, πρβλ. Λυσί. 95. 35· σ. λιθουργά, ἐπὶ τῶν ἐργαλείων λιθοξόου, Θουκ. 4. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Θεοφρ. π. Λίθ. 41·- σ. πλατέα, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 1.
|lstext='''σῐδήριον''': τό, ([[σίδηρος]]) [[ἐργαλεῖον]] ἐκ σιδήρου, θερμοῖσι σ. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ καίοντα τεμάχια σιδήρου, Ἡρόδ. 7. 18· σιδηρίων ἐπαΐειν, [[αἰσθάνομαι]] τὸν [[σίδηρον]], δὲν [[δύναμαι]] νὰ ἀντιστῶ κατὰ τοῦ σιδήρου, ὁ αὐτ. 3. 29· ἐπὶ μαχαίρας, ὁ αὐτ. 9. 37, πρβλ. Λυσί. 95. 35· σ. λιθουργά, ἐπὶ τῶν ἐργαλείων λιθοξόου, Θουκ. 4. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Θεοφρ. π. Λίθ. 41·- σ. πλατέα, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />instrument de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
}}
}}