3,273,773
edits
(13_7_3b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0786.png Seite 786]] (s. [[φέρω]]), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, <b class="b2">anbringen, anlegen</b>; [[ἆθλον]], Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προσενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προσφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ θεοὶ προσήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; θήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προσφέρειν [[μέθυ]], Soph. O. C. 482; λουτρὰ προσφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προσφέρειν πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προσφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προσφέρειν τινί τι, Einem Etwas <b class="b2">vortragen</b>, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προσφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch [[ἔπος]], Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, [[ἴαμα]], 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προσφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; [[μήτε]] τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προσφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηθείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προσφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προσήνεγκαν [[ἐμφαγεῖν]], Cyr. 7, 1, 1; – <b class="b2">eintragen</b>, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προσφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ [[δώδεκα]] μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προσέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προσφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προσφέρεσθαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, <b class="b2">angreifen</b>, oft Her., [[πρός]] τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσενείχθησαν, 9, 71; ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, <b class="b2">sich Einem nähern</b>, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, [[πρός]] τινα, φίλοι προσφέρεσθε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προσφέρεσθαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προσηνέχθην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ [[πλῆθος]] προσενήνεκται, Dem. 24, 111; [[τίνα]] τρόπον προσφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαθήματος [[ἰτέον]] τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσθαι μέτριον, ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδὲ προσοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προσενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν [[χάριν]] ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανθρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προσφέρεσθαί τινι, Einem nahe kommen = ihm<b class="b2"> ähnlich sein</b>, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προσφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀθανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προσφέρεσθαί τι, Etwas <b class="b2">zu sich nehmen</b>, genießen, [[σῖτον]], Xen. Cyr. 4, 2, 41; [[σῖτον]] προσενέγκασθαι, Aesch. 1, 145; εἰ [[πέπερι]] προσηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προσφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0786.png Seite 786]] (s. [[φέρω]]), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, <b class="b2">anbringen, anlegen</b>; [[ἆθλον]], Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προσενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προσφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ θεοὶ προσήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; θήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προσφέρειν [[μέθυ]], Soph. O. C. 482; λουτρὰ προσφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προσφέρειν πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προσφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προσφέρειν τινί τι, Einem Etwas <b class="b2">vortragen</b>, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προσφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch [[ἔπος]], Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, [[ἴαμα]], 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προσφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; [[μήτε]] τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προσφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηθείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προσφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προσήνεγκαν [[ἐμφαγεῖν]], Cyr. 7, 1, 1; – <b class="b2">eintragen</b>, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προσφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ [[δώδεκα]] μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προσέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προσφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προσφέρεσθαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, <b class="b2">angreifen</b>, oft Her., [[πρός]] τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσενείχθησαν, 9, 71; ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, <b class="b2">sich Einem nähern</b>, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, [[πρός]] τινα, φίλοι προσφέρεσθε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προσφέρεσθαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προσηνέχθην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ [[πλῆθος]] προσενήνεκται, Dem. 24, 111; [[τίνα]] τρόπον προσφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαθήματος [[ἰτέον]] τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσθαι μέτριον, ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδὲ προσοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προσενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν [[χάριν]] ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανθρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προσφέρεσθαί τινι, Einem nahe kommen = ihm<b class="b2"> ähnlich sein</b>, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προσφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀθανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προσφέρεσθαί τι, Etwas <b class="b2">zu sich nehmen</b>, genießen, [[σῖτον]], Xen. Cyr. 4, 2, 41; [[σῖτον]] προσενέγκασθαι, Aesch. 1, 145; εἰ [[πέπερι]] προσηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προσφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσφέρω''': Δωρ. ποτιφέρω· Ἰων. παθ. ἀόρ. προσενείχθην Ἡρόδ. 9.71. Φέρω [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, [[προσαρμόζω]], [[ἐφαρμόζω]], Λατ. applicare, πρ. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις Εὐρ. Φοίν. 488· πῦρ τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257· μηχανὰς [τοῖς τείχεσι] Ἡρόδ. 6. 18, πρβλ. Θουκ. 2. 58· τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Ἡρόδ. 3. 87· [[ἀλλά]], πρ. χεῖρά τινι, [[ἐπιβάλλω]] τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος. Πινδ. Π. 9. 62· πρ. χεῖράς τινι, ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, Πολύβ. 3. 79, 4 (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φιλικῆς σχέσεως, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31 κἑξ.)· πρ. τινὶ ἀνάγκην ἢ ἀναγκαίην Ἡρόδ. 7. 136, 172, Αἰσχύλ. Χο. 76· βάσανόν τινι Πλάτ. Φίληβ. 23Α· - [[ἄνευ]] δοτικ., [[ἐφαρμόζω]], [[ἐπιβάλλω]], μεταχειρίζομαι, πρ. βίην Ἡρόδ. 3. 19· πρ. καινὰ σοφὰ Εὐρ. Μήδ. 299, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1130, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 702· [[ἴαμα]] Θουκ. 2. 51· τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· πάσας μηχανὰς Εὐρ. Ι. Τ. 112, κτλ.· πάντας ἐλέγχους Ἀριστοφ. Λυσ. 484· πρ. τόλμαν, βάλλω εἰς ἐνέργειαν, Πινδ. Ν. 10. 55· τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινὶ Δίων Κ. 55. 17· -[[ὡσαύτως]], πρ. πόλεμον Ἡρόδ. 7. 9, 3· ἔρωτα Πλάτ. Συμπ. 187Ε· [[ἆθλον]] Πινδ. Ο. 9. 162. 2) προσθέτω, [[μηδὲ]] πρ. [[μέθυ]] Σοφ. Ο. Κ. 481Ε· εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ Εὐρ. Μήδ. 78, Πλάτ. Θεαίτ. 205C· πρ. τι [[πρός]] τι Ἡρόδ. 6. 125, Δημ. 937, 16. 3) ὡς καὶ νῦν, [[προσφέρω]], [[δίδωμι]], δωροῦμαι, λουτρὰ πατρὶ Σοφ. Ἠλ. 434· τὰ τόξα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 775· τὴν δᾷδά τινι Πλ. 1052· τὴν χεῖρά τινι ἄκραν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 436· δῶρα Θουκ. 2. 97· οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Ἀποσπ. 108· οὕτω, πρ. σφάγια καὶ θυσίας Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 42, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 4· τὸ δῶρόν σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 24, κτλ. β) ἰδίως ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, θαλλὸν χιμαίραις Σοφ. Ἀποσπ. 445· πρ. ὃ ἂν δέῃ Ἱππ. 881 ἐν τέλ., προβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157C, Φαῖδρ. 270Β, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Ἰοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4, κτλ. | |||
}} | }} |