παρακρούω: Difference between revisions

6_23
(13_7_2)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0485.png Seite 485]] (s. [[κρούω]]), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ [[ὀθόνη]] παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν [[ἕνεκα]] τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασθαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποθ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον [[πρᾶγμα]] παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσθῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ [[πόλις]] παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' [[ἑαυτοῦ]] καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσθῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσθαι καὶ μὴ ἐν τῷ καθεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0485.png Seite 485]] (s. [[κρούω]]), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ [[ὀθόνη]] παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν [[ἕνεκα]] τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασθαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποθ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον [[πρᾶγμα]] παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσθῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ [[πόλις]] παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' [[ἑαυτοῦ]] καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσθῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσθαι καὶ μὴ ἐν τῷ καθεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παρακρούω''': κτυπῶ δίπλα, [[κυρίως]] (κατὰ Φώτ.) ἐπὶ τοῦ παλαιστοῦ [[ὅστις]] άνατρέπει δι’ ὑποκλεισμοῦ τὸν ἀντίπαλον ἢ [[μᾶλλον]] (κατὰ Ἀρπορκ.) ἐπὶ ἐμπόρου ὃστις πωλὼν σῖτον ἀποκόπτει παραπολὺ ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ μέτρου, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], παρακρουσιχοίνος˙- [[καθόλου]], [[διαψεύδω]] τὰς ἔλπίδας τινός, παροδηγῶ, καθόλουμετὰ τῆς ἐννοίας ἀπάτης, ἐξαπατῶ, οὐκ ἅν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά Πλάτ. Κρίτων 47A, πρβλ. Δείναρχ. 103. 13. - Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανῶμαι, σφάλλομαι, ἄθρει ... πῆ παρακρουόμεθα Πλατ. Λῦσ. 215C˙ φενακισθῆναι καὶ παρακρουσθῆναι Δημ. 656. 5˙ μὴ παρακρουσθῆτε, μὴ ἐξαπατηθῆτε νὰ ἐξέλθητε τοῦ ζητήματος, ὁ αὐτ. 566. 20˙ ὑπο τινος Αἰσχιν. 24. 19˙[[περί]] τινος, ὡς προς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 24. 3, 3˙τἁ σφάλματα, ἃ [[αὐτός]] ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] ... παρεκέκρουστο τά λάθη εἰς τά ὁποῖα ὁ [[ἴδιος]] εἶχεν ὑποπέσει ἐξαπατηθείς, Πλάτ. Θεαίτ. 168Α. 2) [[οὕτως]] ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, [[μάλιστα]] διὰ παραλογισμῶν (πρβλ. [[παράκρουσις]] Ι. 2), π. ὁαὐτ. 289Ε˙ πρβλ. Δείναρ. 95. 23, Πλάτ. Κρατ. 393C, Δημ. 19. 18., 1, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6, Μετά τὰ Φυσ. 4. 29, 5˙ π. τηλικουτονί [[πρᾶγμα]] τοὺς δικαστὰς ([[ἔνθα]] ταὸ τηλ. πρ., καῖται ἐπιρρηματικῶς) Δημ. 1062. 17˙ πρκμ. παθ.
}}
}}