παρακρούω

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρούω Medium diacritics: παρακρούω Low diacritics: παρακρούω Capitals: ΠΑΡΑΚΡΟΥΩ
Transliteration A: parakroúō Transliteration B: parakrouō Transliteration C: parakroyo Beta Code: parakrou/w

English (LSJ)

A strike aside, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα συμφορά will not put you out, bias your judgement, Pl.Cri.47a:—Pass., to be led astray, go wrong, ἄθρει… πῇ παρακρουόμεθα Id.Ly.215c; ἐφενακίσθητε καὶ παρεκρούσθητε D.23.107; μὴ παρακρουσθῆτε be not diverted from the point, Id.21.160; ὑπό τινος by one, Aeschin.1.170; περί τινος about a thing, Plb.23.3.3 (s.v.l.); τὰ σφάλματα, ἃ αὺτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ… παρεκέκρουστο the faults into which he had been misled, Pl.Tht.168a.
2 Med., mislead, deceive, cheat, esp. by fallacies, π. καὶ παραλογίζεσθαι Isoc.12.243; τὰς δόξας τῶν ἀκροωμένων π. ib. 271, cf.Pl.Cra.393c, D.2.5, 18.276, Din. 1.40, Arist.Pol.1297a10, Metaph.1025a6, Men.Epit.329, PSI4.442.24 (iii B.C.), etc.; τηλικουτονὶ πρᾶγμα π. τοὺς δικαστάς D.43.39: pf. Pass. παρακέκρου (ς) μαι in sense of Med., Id.6.23, Luc. Tim.57.
3 Med., metaph., crack, φυλάττου μὴ πεσὼν σαυτὸν παρακρούσῃ Phryn. Com.58.
II strike away, parry, Them.Or.32.359b:—but usually Med., π. ταῖς μαχαίραις τοὺς κοντούς Plu.Luc.28, cf. Sull.18; shun, avoid, τὸν θρίαμβον Id.2.198b.
III παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν to be driven from one's senses, Com.Adesp.705:—so also intr. in Act., πάντα παρέκρουσε Hp.Epid.1.26.α'.
IV ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται is ready hoisted, Luc.Cat.1 (s.v.l.).
V perhaps strike a horse sideways, IG12.374.166.
VI of a wrestler, make a feint, EM652.48.
VII of a seller, strike off too much from the top of the measure (from which signf. 1.2 is said to be derived), Harp.; cf. παρακρουσιχοίνικος.

German (Pape)

[Seite 485] (s. κρούω), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασθαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποθ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον πρᾶγμα παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσθῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ πόλις παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσθῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσθαι καὶ μὴ ἐν τῷ καθεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

heurter de côté, d'où
1 repousser du droit chemin, écarter vivement;
2 attacher une voile au mât;
Moy. παρακρούομαι;
1 tromper, frauder, acc.;
2 écarter ou repousser de soi, refuser, acc. ; fig. refuser, décliner;
3 heurter de côté : αὑτόν PLUT tomber de côté.
Étymologie: παρά, κρούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κρούω opzij slaan:; ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται het zeil is neergelaten (d.w.z. gehesen) Luc. 19.1; ook med.. παρακρουομένων τὰς σαρίσας terwijl zij de lansen van zich af sloegen Plut. Sull. 18.7. uitbr. uit het veld slaan, van het rechte pad brengen:; οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα συμφορά het huidige ongemak zal jou zeker niet uit je evenwicht brengen Plat. Crit. 47a; ἄθρει … πῇ παρακρουόμεθα kijk hoe we op een dwaalspoor worden gebracht Plat. Lys. 215c; met acc. resp.:; τὰ σφάλματα ἃ αὐτὸς ὑφ’ ἑαυτοῦ... παρεκέκρουστο de fouten waarin hij zelf door eigen toedoen vervallen was Plat. Tht. 168a; intrans. in de war zijn:. πάντα παρέκρουσε hij was helemaal buiten zichzelf Hp. Epid. 1.26.1. misleiden, bedriegen: med..; ἐν τῷ παρακρούεσθαι τὸν δῆμον in het misleiden van het volk Aristot. Pol. 1297a10; pass.. εἰ γὰρ μὴ παρεκρούσθητε τόθ’ ὑμεῖς want als jullie indertijd niet bedrogen waren Dem. 6.36.

Russian (Dvoretsky)

παρακρούω:
1 сбивать в сторону, сбивать с толку, вводить в заблуждение (τινά Plat.): ἄθρει πῇ παρακρούμεθα Plat. посмотри, куда мы отклонились; παρακρούεσθαι αὑτόν Plut. сбиться с ног, упасть; τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ᾽ ἑαυτοῦ παρεκέκρουστο Plat. ошибки, в которые он сам впал;
2 med. обманывать, надувать (τινα Plut., τινά τι Dem. и τινα περί τινος Polyb.);
3 med. отталкивать от себя, отражать, отбивать, парировать (ταῖς μαχαίραις τοὺς κοντούς Plut.);
4 med. отклонять от себя, отказываться (τὸν θρίαμβον Plut.);
5 распростирать, растягивать: ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται Luc. парус натянут.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή του νου
νεοελλ.
μέσ. παρακρούομαι
ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω
αρχ.
1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ
2. χτυπώ και διώχνω κάτι μακριά μου, απωθώ
3. αποφεύγω
4. (για παλαιστή) ανατρέπω τον αντίπαλο με υποσκελισμό, με τρικλοποδιά
5. (για έμπορο) εξαπατώ στην πώληση σιταριού αφαιρώντας ποσότητα από την κορυφή του μέτρου
6. (σχετικά με άλογο) χτυπώ στα πλάγια
7. (μέσ. και παθ.) παρακρούομαι
α) εξαπατώ με παραλογισμούς
β) υψώνομαι («ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται», Λουκ.)
γ) μτφ. θραύομαι, σπάω («φυλάττου μὴ πεσὼν σαὐτὸν παρακρούση», Φρύν.)
8. φρ. «παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν ἤ τοῦ νοῦ» — παραφρονώ, τρελαίνομαι.

Greek Monotonic

παρακρούω: μέλ. -σω,
I. χτυπώ παράπλευρα· απογοητεύω, διαψεύδω, σε Πλάτ. — Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανώμαι, στον ίδ., Δημ.· ομοίως επίσης στη Μέσ., σε Ισοκρ.
II. στη Μέσ. επίσης, αποτινάσσω, διώχνω μακριά από εμένα, αποκρούω, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρούω: κτυπῶ δίπλα, κυρίως (κατὰ Φώτ.) ἐπὶ τοῦ παλαιστοῦ ὅστις άνατρέπει δι’ ὑποκλεισμοῦ τὸν ἀντίπαλον ἢ μᾶλλον (κατὰ Ἀρπορκ.) ἐπὶ ἐμπόρου ὃστις πωλὼν σῖτον ἀποκόπτει παραπολὺ ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ μέτρου, πρβλ. κρουσιμετρέω, παρακρουσιχοίνος˙- καθόλου, διαψεύδω τὰς ἔλπίδας τινός, παροδηγῶ, καθόλουμετὰ τῆς ἐννοίας ἀπάτης, ἐξαπατῶ, οὐκ ἅν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά Πλάτ. Κρίτων 47A, πρβλ. Δείναρχ. 103. 13. - Παθ., παροδηγούμαι, παραπλανῶμαι, σφάλλομαι, ἄθρει ... πῆ παρακρουόμεθα Πλατ. Λῦσ. 215C˙ φενακισθῆναι καὶ παρακρουσθῆναι Δημ. 656. 5˙ μὴ παρακρουσθῆτε, μὴ ἐξαπατηθῆτε νὰ ἐξέλθητε τοῦ ζητήματος, ὁ αὐτ. 566. 20˙ ὑπο τινος Αἰσχιν. 24. 19˙περί τινος, ὡς προς τι πρᾶγμα, Πολύβ. 24. 3, 3˙τἁ σφάλματα, ἃ αὐτός ὑφ’ ἑαυτοῦ ... παρεκέκρουστο τά λάθη εἰς τά ὁποῖα ὁ ἴδιος εἶχεν ὑποπέσει ἐξαπατηθείς, Πλάτ. Θεαίτ. 168Α. 2) οὕτως ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, μάλιστα διὰ παραλογισμῶν (πρβλ. παράκρουσις Ι. 2), π. ὁαὐτ. 289Ε˙ πρβλ. Δείναρ. 95. 23, Πλάτ. Κρατ. 393C, Δημ. 19. 18., 1, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6, Μετά τὰ Φυσ. 4. 29, 5˙ π. τηλικουτονί πρᾶγμα τοὺς δικαστὰς (ἔνθα ταὸ τηλ. πρ., καῖται ἐπιρρηματικῶς) Δημ. 1062. 17˙ πρκμ. παθ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to strike aside: to disappoint, mislead, Plat.:—Pass. to be led astray, go wrong, Plat., Dem.:—so also in Mid., Isocr.
II. in Mid. also, to strike away from oneself, parry, Plut.