ἔκτοπος: Difference between revisions

6_16
(13_6a)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] 1) wie [[ἐκτόπιος]], entfernt von seinem Orte, entfernt; [[ἄρουρα]] Soph. Tr. 32; τῶνδ' ἑδράνων [[ἔκτοπος]] ἔκθορε O. C. 232, entferne dich von diesem Sitze; dah. ein Fremder, ein Anderer, αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου τέθνηκεν Tr. 1122. – 2) ungewöhnlich, außerordentlich, dem [[συνήθης]] entgeggstzt; Plat. Legg. VII, 799 e; [[δένδρον]] Ar. Av. 1474; bes. bei Arist. u. Sp., wie Plut. u. Luc. häufig auch in der Bdtg bes Abenteuerlichen u. Abgeschmackten. – Adv. ἐκτόπως, außerordentlich; Pol. 32, 7, 8 Luc. Tox. 13 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] 1) wie [[ἐκτόπιος]], entfernt von seinem Orte, entfernt; [[ἄρουρα]] Soph. Tr. 32; τῶνδ' ἑδράνων [[ἔκτοπος]] ἔκθορε O. C. 232, entferne dich von diesem Sitze; dah. ein Fremder, ein Anderer, αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου τέθνηκεν Tr. 1122. – 2) ungewöhnlich, außerordentlich, dem [[συνήθης]] entgeggstzt; Plat. Legg. VII, 799 e; [[δένδρον]] Ar. Av. 1474; bes. bei Arist. u. Sp., wie Plut. u. Luc. häufig auch in der Bdtg bes Abenteuerlichen u. Abgeschmackten. – Adv. ἐκτόπως, außerordentlich; Pol. 32, 7, 8 Luc. Tox. 13 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἔκτοπος''': -ον, ἔξω τόπου τινός, [[μετὰ]] γεν., τῶνδε’ ἑδράνων [[πάλιν]] ἔκτ. ἔκθορε Σοφ. Κ. 233· ἀπέχων, ἀπομεμακρυσμένος, ἄρουρα ὁ αὐτ. Τρ. 32· [[ἔκτοπος]] ἔστω, ἂς φύγῃ, ἂς ἀπομακρυνθῇ ἐκ τοῦ τόπου, Εὐρ. Βάκχ. 70. ΙΙ. [[ξένος]], τέθνηκεν αὐτὴ πρὸς αὐτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου, οὐχὶ ὑπὸ ξένης χειρός, Σοφ. Τρ. 1132 (ὁ Meineke εἰκάζει: ἐντόπου ἐπιτοπίου). 2) ἔξω τοῦ συνήθους, [[παράδοξος]], [[ἔκτακτος]], [[δένδρον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1474· [[ὁτιοῦν]] τῶν ἐκτ. Πλάτ. Νόμ. 799C· χειμὼν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 12· στοιχεῖα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. σ. 1. 8, 17· [[ἱστορία]] ἔκτ. Πλούτ. 2. 977Ε· ἐπὶ προσώπων, [[παράδοξος]], [[παράξενος]], [[ἰδιότροπος]], Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 20· πρβλ. ἄτοπος. - Ἐπίρρ. -πως, [[ὑπερβαλλόντως]], ὑπερφυῶς, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 37, Πολύβ., κτλ.
}}
}}