Anonymous

ἔκτοπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκτοπος''': -ον, ἔξω τόπου τινός, [[μετὰ]] γεν., τῶνδε’ ἑδράνων [[πάλιν]] ἔκτ. ἔκθορε Σοφ. Κ. 233· ἀπέχων, ἀπομεμακρυσμένος, ἄρουρα ὁ αὐτ. Τρ. 32· [[ἔκτοπος]] ἔστω, ἂς φύγῃ, ἂς ἀπομακρυνθῇ ἐκ τοῦ τόπου, Εὐρ. Βάκχ. 70. ΙΙ. [[ξένος]], τέθνηκεν αὐτὴ πρὸς αὐτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου, οὐχὶ ὑπὸ ξένης χειρός, Σοφ. Τρ. 1132 (ὁ Meineke εἰκάζει: ἐντόπου ἐπιτοπίου). 2) ἔξω τοῦ συνήθους, [[παράδοξος]], [[ἔκτακτος]], [[δένδρον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1474· [[ὁτιοῦν]] τῶν ἐκτ. Πλάτ. Νόμ. 799C· χειμὼν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 12· στοιχεῖα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. σ. 1. 8, 17· [[ἱστορία]] ἔκτ. Πλούτ. 2. 977Ε· ἐπὶ προσώπων, [[παράδοξος]], [[παράξενος]], [[ἰδιότροπος]], Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 20· πρβλ. ἄτοπος. - Ἐπίρρ. -πως, [[ὑπερβαλλόντως]], ὑπερφυῶς, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 37, Πολύβ., κτλ.
|lstext='''ἔκτοπος''': -ον, ἔξω τόπου τινός, [[μετὰ]] γεν., τῶνδε’ ἑδράνων [[πάλιν]] ἔκτ. ἔκθορε Σοφ. Κ. 233· ἀπέχων, ἀπομεμακρυσμένος, ἄρουρα ὁ αὐτ. Τρ. 32· [[ἔκτοπος]] ἔστω, ἂς φύγῃ, ἂς ἀπομακρυνθῇ ἐκ τοῦ τόπου, Εὐρ. Βάκχ. 70. ΙΙ. [[ξένος]], τέθνηκεν αὐτὴ πρὸς αὐτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου, οὐχὶ ὑπὸ ξένης χειρός, Σοφ. Τρ. 1132 (ὁ Meineke εἰκάζει: ἐντόπου ἐπιτοπίου). 2) ἔξω τοῦ συνήθους, [[παράδοξος]], [[ἔκτακτος]], [[δένδρον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1474· [[ὁτιοῦν]] τῶν ἐκτ. Πλάτ. Νόμ. 799C· χειμὼν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 12· στοιχεῖα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. σ. 1. 8, 17· [[ἱστορία]] ἔκτ. Πλούτ. 2. 977Ε· ἐπὶ προσώπων, [[παράδοξος]], [[παράξενος]], [[ἰδιότροπος]], Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 20· πρβλ. ἄτοπος. - Ἐπίρρ. -πως, [[ὑπερβαλλόντως]], ὑπερφυῶς, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 37, Πολύβ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> ôté de sa place, déplacé, éloigné de, gén. ; éloigné, distant;<br /><b>2</b> étranger;<br /><b>3</b> étrange, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τόπος]].
}}
}}