καταξιόω: Difference between revisions

6_12
(13_6a)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] für würdig halten, würdigen; κατηξιοῦτε ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Dem. 59, 111; τάξεως Pol. 1, 23, 3; N. T.; von Thom. Mag. verworfen; übh. = in Ehren halten, Pol. 4, 86, 8. – Das med. hat Aesch. Spt. 649, Δίκη προσεῖπε καὶ κατηξιώσατο, hat ihn ihrer gewürdigt. – Wie das simplex, befehlen, bestimmen, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Aesch. Ag. 588, Soph. Phil. 1084 σύ τοι κατηξίωσας, du hast das Leid dir selbst bestimmt, zugezogen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] für würdig halten, würdigen; κατηξιοῦτε ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Dem. 59, 111; τάξεως Pol. 1, 23, 3; N. T.; von Thom. Mag. verworfen; übh. = in Ehren halten, Pol. 4, 86, 8. – Das med. hat Aesch. Spt. 649, Δίκη προσεῖπε καὶ κατηξιώσατο, hat ihn ihrer gewürdigt. – Wie das simplex, befehlen, bestimmen, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Aesch. Ag. 588, Soph. Phil. 1084 σύ τοι κατηξίωσας, du hast das Leid dir selbst bestimmt, zugezogen.
}}
{{ls
|lstext='''καταξιόω''': θεωρῶ ἄξιον [[τιμῆς]], ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ [[συνειδέναι]], τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., [[οὔτε]] νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., [[ἔργον]] ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ [[κελεύω]] ἢ [[λέγω]], Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095.
}}
}}