3,273,019
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταξιόω''': θεωρῶ ἄξιον [[τιμῆς]], ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ [[συνειδέναι]], τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., [[οὔτε]] νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., [[ἔργον]] ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ [[κελεύω]] ἢ [[λέγω]], Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095. | |lstext='''καταξιόω''': θεωρῶ ἄξιον [[τιμῆς]], ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ [[συνειδέναι]], τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., [[οὔτε]] νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., [[ἔργον]] ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ [[κελεύω]] ἢ [[λέγω]], Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> juger digne;<br /><b>II.</b> juger à propos, <i>d’où</i><br /><b>1</b> déclarer;<br /><b>2</b> décider, ordonner, vouloir;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταξιόομαι-οῦμαι juger digne de faveur.<br />'''Étymologie:''' [[κατάξιος]]. | |||
}} | }} |