χασκάζω: Difference between revisions

6_13b
(13_3)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] frequentativum von [[χάσκω]], [[χαίνω]], mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] frequentativum von [[χάσκω]], [[χαίνω]], mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.
}}
{{ls
|lstext='''χασκάζω''': μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ [[χάσκω]]. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς [[πότε]] νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ [[ταμίας]] τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.
}}
}}