3,274,921
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χασκάζω''': μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ [[χάσκω]]. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς [[πότε]] νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ [[ταμίας]] τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695. | |lstext='''χασκάζω''': μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ [[χάσκω]]. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς [[πότε]] νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ [[ταμίας]] τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />regarder bouche béante, <i>càd</i> avec admiration <i>ou</i> envie, acc..<br />'''Étymologie:''' fréq. de [[χάσκω]]. | |||
}} | }} |