3,271,347
edits
(13_6b) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] zusammenschlagen; τὼ χεῖρε, zuklatschen, beklatschen, Xen. Cyr. 2, 2, 5; Ar. Equ. 469, wo aber eine Anspielung auf das vorangehende χάλκευε darin liegt. – Pass. Beifall finden, Xen. Conv. 8, 1; – zusammenschmieden, übh. vereinigen, zusammenziehen, Plat. Crat. 415 d 416 b 421 a; αἱ συγκεκροτημέναι ἑταιρίαι, Plut. Lys. 13; συνεκρότει τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως, Phoc. 12; – übrtr., zusammen einüben, vorbereiten, συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου, Dem. 2, 17, wie Hdn. 7, 2, 4, εἰς πολεμικὲν ἄσκησιν συγκεκρότηκε, mit ironischer Nebenbeziehung; συγκεκροτημένη [[εἰρεσία]], πληρώματα, Pol. 2, 34. 1, 61, 3; vgl. Xen. Mem. 6, 11, 12; ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνθρωπίσκου καταγωνισθείς, Luc. conviv. 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] zusammenschlagen; τὼ χεῖρε, zuklatschen, beklatschen, Xen. Cyr. 2, 2, 5; Ar. Equ. 469, wo aber eine Anspielung auf das vorangehende χάλκευε darin liegt. – Pass. Beifall finden, Xen. Conv. 8, 1; – zusammenschmieden, übh. vereinigen, zusammenziehen, Plat. Crat. 415 d 416 b 421 a; αἱ συγκεκροτημέναι ἑταιρίαι, Plut. Lys. 13; συνεκρότει τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως, Phoc. 12; – übrtr., zusammen einüben, vorbereiten, συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου, Dem. 2, 17, wie Hdn. 7, 2, 4, εἰς πολεμικὲν ἄσκησιν συγκεκρότηκε, mit ironischer Nebenbeziehung; συγκεκροτημένη [[εἰρεσία]], πληρώματα, Pol. 2, 34. 1, 61, 3; vgl. Xen. Mem. 6, 11, 12; ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνθρωπίσκου καταγωνισθείς, Luc. conviv. 19. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγκροτέω''': κροτῶ, [[κρούω]], κτυπῶ [[ὁμοῦ]], σ. τὼ χεῖρε, κροτῶ τὰς χεῖρας ἐκ χαρᾶς, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 5, Ἀθήν, 420C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[κρούω]] αὐτὰς [[ὁμοῦ]] ἐν θλίψει ἢ ὀργῇ, Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτω, σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45, ἐν Κατάπλ. 20. 2) ἀπολ., κρατῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, Ἰσίδωρ. 3. 353· ― καὶ ἐν τῷ παθ., χειροκροτοῦμαι, ἐπευφημίας [[τυγχάνω]], Ξεν. Συμπ. 8, 1. ΙΙ. σφυρηλατῶ, διὰ σφυρηλασίας ἑνώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 471· ἀσπὶς συγκεκροτημένη Πλουτ. Νικ. 28. 2) μεταφορ., σ. ὀνόματα, [[συνάπτω]] λέξεις (διὰ συνθέσεως), Πλάτ. Κρατ. 409C, 415D, 416Β· ― ἐπὶ ὕφους, [[λέξις]] συγκεκροτημένη, τετορνευμένον καὶ νευρῶδες [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Ἰσαί. 2, κτλ. β) [[χαλκεύω]], «φτειάνω», ἀνάπαιστα Λουκ. Συμπ. 18· κατηγορίαν ὁ αὐτ. ἐν Εὐνούχ. 13· ἔριν ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. γ) [[γυμνάζω]], [[καταρτίζω]], ὀργανῶ, [[σχηματίζω]], τὸν χορὸν Δημ. 520. 11· [[σύνδειπνον]] Πλούτ. 2. 528Β· πότον Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ξυνωμοσίαν ὁ αὐτ. ἐν Φαλ. 1. 4· γάμους Ἀχιλ. Τάτ. 2. 11· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτικῆς ἢ ναυτικῆς δυνάμεως, στρατολογῶ, [[συνάγω]], συγ. δύναμιν, [[στράτευμα]] Ἡρῳδιαν. 1. 9, κτλ., πρβλ. Ἀριστείδ. 2. 157· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φιλοσοφικῆς ἀγωγῆς, Διογ. Λ. 7. 32. 185· ― [[συχν]]. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. συγκεκροτημένος, [[καλῶς]] ἠσκημένος, γεγυμνασμένος, ἡτοιμασμένος, [[ναῦς]] συγκεκρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου Δημ. 23. 3· εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Ἡρῳδιαν. 7. 2· συγκεκρ. πληρώματα Πολύβ. 1. 61, 3· ἑταιρίαι Πλουτ. Λύσ. 13. δ) συγκεκρότηται ἡ [[μάχη]], συνήφθη, Κύριλλ. | |||
}} | }} |