συγκροτέω

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκροτέω Medium diacritics: συγκροτέω Low diacritics: συγκροτέω Capitals: ΣΥΓΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: synkrotéō Transliteration B: synkroteō Transliteration C: sygkroteo Beta Code: sugkrote/w

English (LSJ)

A strike together, συγκροτέω τὼ χεῖρε = clap the hands for joy, X.Cyr.2.2.5, Ath.10.420c; ταῖς χερσίν LXX Nu.24.10; smite them together in grief or anger, Luc.Somn.14; σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους, Id.JTr.45, Cat.20.
2 abs., clap, applaud, Polem.Call.62; join in applauding, Eun.VSp.484B.:—Pass., συγκροτοῦμαι = to be applauded, X.Smp.8.1.
II hammer or weld together, Ar.Eq. 471; ἀσπὶς συγκεκροτημένη Plu.Nic.28.
2 metaph., συγκροτέω ὀνόματα weld words together into unities, Pl.Cra.409c,415d,416b; of style, λέξις συγκεκροτημένη pithy, terse, D.H.Dem.18, Isoc.2, etc.
b knock together, compose, ἀνάπαιστα Luc.Symp.18; κατηγορίαν Id.Eun.13.
c weld a number of men into one body, i.e. organize them, τὸν χορόν D.21.17; σύνδειπνον Plu.2.528b (Pass.); πότον Luc. Gall.12 (Pass.); ξυνωμοσίαν Id.Phal.1.4; γάμους Ach.Tat.2.11; especially of military or naval forces, collect, levy, συγκροτέω δύναμιν, συγκροτέω στράτευμα, Hdn.1.9.1, 2.14.6, cf. Aristid.2.157J.; μίαν Λάκαινάν τις ὑβρίζων κοινὸν πόλεμον ἐφ' ἑαυτὸν συγκροτεῖ Chor.29.80 F.-R.:—Pass., ἐκεῖνό μοι φράσον, εἰ πάλαι ξυγκροτεῖται αὐτοῖς ἡ ἔρις Luc.JTr.33; πόλεμος.. ἐπὶ ὑπηκόους συνεκροτεῖτο was being waged against subjects, Chor.3.11 F.-R.
d train, D.L.7.185:—Pass., ib.31: freq. in pf. part. Pass. συγκεκροτημένος, well-trained, disciplined, ναῦς συγκεκροτημένη X.HG6.2.12; συγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου D.2.17; εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Hdn.7.2.2; συγκεκρ. πληρώματα Plb.1.61.3; ἑταιρεῖαι Plu.Lys.13.
e ἐπιτήρει δὲ καὶ ἡμέραν καὶ ὥραν ἐν ᾗ συγκροτεῖται μάλιστα ὁ χρησμός on which the oracle works best, Astramps.Orac. p.3.
f assist, help, συγκροτῆσε (i.e. συγκροτῆσαι) τὸν εὐγενῆ Παῦλον POxy.1872.2 (v/vi A.D.); συγκροτεῖ·.. συμπράττει, Suid.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenschlagen; τὼ χεῖρε, zuklatschen, beklatschen, Xen. Cyr. 2, 2, 5; Ar. Equ. 469, wo aber eine Anspielung auf das vorangehende χάλκευε darin liegt. – Pass. Beifall finden, Xen. Conv. 8, 1; – zusammenschmieden, übh. vereinigen, zusammenziehen, Plat. Crat. 415 d 416 b 421 a; αἱ συγκεκροτημέναι ἑταιρίαι, Plut. Lys. 13; συνεκρότει τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως, Phoc. 12; – übrtr., zusammen einüben, vorbereiten, συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου, Dem. 2, 17, wie Hdn. 7, 2, 4, εἰς πολεμικὲν ἄσκησιν συγκεκρότηκε, mit ironischer Nebenbeziehung; συγκεκροτημένη εἰρεσία, πληρώματα, Pol. 2, 34. 1, 61, 3; vgl. Xen. Mem. 6, 11, 12; ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνθρωπίσκου καταγωνισθείς, Luc. conviv. 19.

French (Bailly abrégé)

συγκροτῶ :
I. heurter l'un contre l'autre, entrechoquer : τὼ χεῖρε battre des mains en signe de joie, ou les heurter en signe de douleur ou de crainte ; abs. battre des mains, applaudir ; σ. τοὺς ὀδόντας claquer des dents par l'effet de la peur ou du froid;
II. particul. assembler avec le marteau, d'où
1 forger;
2 composer, combiner, agencer ; en mauv. part machiner (une accusation), exciter (une querelle);
3 former, exercer : τινα qqn ; part. pf. Pass. συγκεκροτημένος exercé : τι à qch.
Étymologie: σύν, κροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κροτέω tegen elkaar slaan;. σ. τὼ χεῖρε in de handen klappen, applaudisseren (ook van ergernis); σ. τοὺς ὀδόντας klappertanden. samen met... smeden of (helemaal) in elkaar zetten, in elkaar timmeren:. καὶ συγκροτοῦσιν ἄνδρες αὔτ’(α) er zijn mensen die dat helemaal (met jou) in elkaar zetten Aristoph. Eq. 471. overdr. van woorden samentrekken. συγκεκροτημένον … “ Σελαναία ” κέκληται samengetrokken heet het ‘Selanaia’ Plat. Crat. 409c. in elkaar zetten, d.w.z. organiseren. ὁ πότος συνεκροτεῖτο het drinkgelag werd op touw gezet Luc. 22.12. tot een goed functionerend geheel maken, trainen; vooral ptc. perf. pass. συγκεκροτημένος goed geoefend, gedisciplineerd.

Russian (Dvoretsky)

συγκροτέω:
1 ударять, стучать: σ. τὼ χεῖρε Xen. рукоплескать, Luc. всплескивать руками (в негодовании); σ. τοὺς ὀδόντας Luc. стучать зубами; ἀνάπαιστα σ. Luc. «жарить» анапесты;
2 рукоплескать: ἐξελθὼν συνεκροτεῖτο Xen. он вышел, сопровождаемый аплодисментами;
3 досл. сбивать, сколачивать, перен. составлять: ἀσπὶς χρυσοῦ καὶ πορφύρας πρὸς ἄλληλα μεμιγμένων συγκεκροτημένη Plut. щит, отделанный золотом вперемежку с пурпуром; ἐκ λόγου ὄνομα συγκεκροτημένον Plat. слово, образовавшееся из (целого) суждения; σ. κατηγορίαν Luc. сочинять обвинение;
4 устраивать, затевать (πότους Plut.): ἡ ἔρις συγκροτεῖταί τισι Luc. у кого-л. происходит ссора;
5 обучать, подготовлять: συγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου Dem. обученные бойцы; τὰ πληρώματα συγκεκροτημένα Polyb. опытные гребцы.

Greek Monotonic

συγκροτέω: μέλ. -ήσω,
I. χτυπώ μαζί· συγκροτέω τὼ χεῖρε, χτυπώ τα χέρια μου σε ένδειξη χαράς, χειροκροτώ, σε Ξεν.· επίσης όμως, τα χτυπώ και σε ένδειξη λύπης, σε Λουκ. — Παθ., χειροκροτούμαι, εισπράττω χειροκρότημα, σε Ξεν.
II. σφυρηλατώ, ενώνω κομμάτια μετάλλου σφυρηλατώντάς τα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, συνενώνω πλήθος ανθρώπων σ' ένα σώμα, δηλ. τους οργανώνω, σε Δημ. κ.λπ.· μτχ. Παθ. παρακ., συγκεκροτημένος, αυτός που έχει εξασκηθεί, προετοιμαστεί, εκπαιδευτεί καλά, σε Ξεν., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκροτέω: κροτῶ, κρούω, κτυπῶ ὁμοῦ, σ. τὼ χεῖρε, κροτῶ τὰς χεῖρας ἐκ χαρᾶς, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 5, Ἀθήν, 420C· ἀλλ’ ὡσαύτως κρούω αὐτὰς ὁμοῦ ἐν θλίψει ἢ ὀργῇ, Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτω, σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45, ἐν Κατάπλ. 20. 2) ἀπολ., κρατῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, Ἰσίδωρ. 3. 353· ― καὶ ἐν τῷ παθ., χειροκροτοῦμαι, ἐπευφημίας τυγχάνω, Ξεν. Συμπ. 8, 1. ΙΙ. σφυρηλατῶ, διὰ σφυρηλασίας ἑνώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 471· ἀσπὶς συγκεκροτημένη Πλουτ. Νικ. 28. 2) μεταφορ., σ. ὀνόματα, συνάπτω λέξεις (διὰ συνθέσεως), Πλάτ. Κρατ. 409C, 415D, 416Β· ― ἐπὶ ὕφους, λέξις συγκεκροτημένη, τετορνευμένον καὶ νευρῶδες ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Ἰσαί. 2, κτλ. β) χαλκεύω, «φτειάνω», ἀνάπαιστα Λουκ. Συμπ. 18· κατηγορίαν ὁ αὐτ. ἐν Εὐνούχ. 13· ἔριν ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. γ) γυμνάζω, καταρτίζω, ὀργανῶ, σχηματίζω, τὸν χορὸν Δημ. 520. 11· σύνδειπνον Πλούτ. 2. 528Β· πότον Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ξυνωμοσίαν ὁ αὐτ. ἐν Φαλ. 1. 4· γάμους Ἀχιλ. Τάτ. 2. 11· ― μάλιστα ἐπὶ στρατιωτικῆς ἢ ναυτικῆς δυνάμεως, στρατολογῶ, συνάγω, συγ. δύναμιν, στράτευμα Ἡρῳδιαν. 1. 9, κτλ., πρβλ. Ἀριστείδ. 2. 157· ― ὡσαύτως ἐπὶ φιλοσοφικῆς ἀγωγῆς, Διογ. Λ. 7. 32. 185· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. συγκεκροτημένος, καλῶς ἠσκημένος, γεγυμνασμένος, ἡτοιμασμένος, ναῦς συγκεκρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου Δημ. 23. 3· εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Ἡρῳδιαν. 7. 2· συγκεκρ. πληρώματα Πολύβ. 1. 61, 3· ἑταιρίαι Πλουτ. Λύσ. 13. δ) συγκεκρότηται ἡ μάχη, συνήφθη, Κύριλλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to strike together; ς. τὼ χεῖρε to clap the hands for joy, Xen.; but also to smite them together in grief, Luc.:—Pass. to be applauded, Xen.
II. to hammer or weld together, Ar.: hence, to weld a number of men into one body, i. e. organise them, Dem., etc.:—perf. pass. part. συγκεκροτημένος well-trained, in good discipline, Xen., Dem.