ἐπαΐσσω: Difference between revisions

6_13a
(13_6b)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] att. ἐπᾴσσω, [[ἐπᾴττω]], darauf los-, anstürmen, vom Angriff in der Schlacht, μελίῃσι, ἔγχει u. ä., Il. 10, 348 Od. 14, 281; vom Winde, Il. 2, 146; Pind. I. 3, 24; vom Blut, Empedocl. 254; von einer Krankheit, Nic. Al. 611. – Ἕκτορα, auf den Hektor losstürmen, Il. 23, 64, wie [[τεῖχος]] 12, 308; [[αὖθις]] ἐς δόμους [[πάλιν]] Soph. Ai. 298; τινός, ἵππων, νεῶν, gegen die Schiffe, Il. 5, 263. 13, 687; τινί, Κίρκῃ, μοι, Od. 10, 295. 322. 14, 281; δηΐοισι Ap. Rh. 1, 75. – Uebh. schnell bewegen, πᾶ πόδ' ἐπᾴξας; wohin forteilend, Eur. Hec. 1071; so [[ξίφος]] παλάμῃ, schwingen, Ap. Rh. 1, 1254. Dah. med. sich schnell bewegen, χεῖρες ὤμων, an den Schultern, Il. 23, 628; [[ἄεθλον]], auf den Kampfpreis losstürzen, 23, 773; ὁδοῖο Arat. 1138. In Prosa selten, ὀξύτερον ἐπᾴξασα Plat. Theaet. 190 a; Arist. H. A. 9, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] att. ἐπᾴσσω, [[ἐπᾴττω]], darauf los-, anstürmen, vom Angriff in der Schlacht, μελίῃσι, ἔγχει u. ä., Il. 10, 348 Od. 14, 281; vom Winde, Il. 2, 146; Pind. I. 3, 24; vom Blut, Empedocl. 254; von einer Krankheit, Nic. Al. 611. – Ἕκτορα, auf den Hektor losstürmen, Il. 23, 64, wie [[τεῖχος]] 12, 308; [[αὖθις]] ἐς δόμους [[πάλιν]] Soph. Ai. 298; τινός, ἵππων, νεῶν, gegen die Schiffe, Il. 5, 263. 13, 687; τινί, Κίρκῃ, μοι, Od. 10, 295. 322. 14, 281; δηΐοισι Ap. Rh. 1, 75. – Uebh. schnell bewegen, πᾶ πόδ' ἐπᾴξας; wohin forteilend, Eur. Hec. 1071; so [[ξίφος]] παλάμῃ, schwingen, Ap. Rh. 1, 1254. Dah. med. sich schnell bewegen, χεῖρες ὤμων, an den Schultern, Il. 23, 628; [[ἄεθλον]], auf den Kampfpreis losstürzen, 23, 773; ὁδοῖο Arat. 1138. In Prosa selten, ὀξύτερον ἐπᾴξασα Plat. Theaet. 190 a; Arist. H. A. 9, 44.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπαΐσσω''': μέλλ. -ΐξω: συνῃρ. Ἀττ. ἐπᾴσσω, -ττω: μέλλ. -άξω: ᾱΐσσω Ἐπ., ᾰΐσσω Ἀττ.. Ἐφορμῶ κατά τινος ἢ ἐπί τι, [[μετὰ]] γεν., Αἰνείαο δ’ ἐπαΐξαι μεμνημένος ἵππων, ἐφορμῆσαι κατ’ αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 263· σπουδῇ ἐπαΐσσοντα νεῶν ἔχον, «σπουδῇ ἐφορμῶντα κατὰ τῶν νεῶν ἐκώλυον» (Θ. Γαζῆς), Ν. 687· ([[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐν τῇ Ὀδ.). 2) [[μετὰ]] δοτ. προσ., Κίρκῃ ἐπαΐξαι, ἐφορμῆσαι κατ’ αὐτῆς, Ὀδ. Κ. 295, 322: ἐν Ἰλ. μόνον [[μετὰ]] δοτ. ὀργανικῆς, ξίφει, δουρὶ ἐπ. Ἰλ. Ε. 584, κτλ.· [[οὕτως]], ἦ μέν μοι [[μάλα]] πολλοὶ ἐπήϊσσον μελίῃσιν Ὀδ. Ξ. 281. 3) μετ’ αἰτ., ὁρμῶ, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, [[διώκω]], Ἕκτορ’ ἐπαΐσσων, «τὸν Ἕκτορα διώκων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 64· [[τεῖχος]] ἐπαΐξαι «ἐπὶ τὸ [[τεῖχος]] ὁρμῆται» (Θ. Γαζῆς), Μ. 308· ([[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐν τῇ Ὀδ.): - Μέσ., ἐπαΐξασθαι [[ἄεθλον]], «ἐπὶ τὸ [[ἔπαθλον]] ὁρμήσειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 773. 4) ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἀπολύτως, ἐπὶ ἱέρακος, ταρφέ’ ἐπαΐσσει, συνεχῶς ἐφορμᾷ Ἰλ. Χ. 142· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ἐπαΐξας... ἐκ νεφελάων Β. 146, κτλ.: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1171· ἐπᾴξας ἐς δρόμους Σοφ. Αἴ. 305· σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 190Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 5. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κινῶ τι μεθ’ ὁρμῆς, πᾷ πόδ’ ἐπᾴξας...; πρὸς ποῖον [[μέρος]] κινήσας τὸν [[πόδα]]...; Εὐρ. Ἑκ. 1071, πρβλ. βαίνω ἐν τέλει· γυμνὸν ἐπαΐσσων παλάμῃ [[ξίφος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α 1254: ἐν τῷ Παθ., [[οὐδέ]] τι χεῖρες ὤμων [[ἀμφοτέρωθεν]] ἐπαΐσσονται ἐλαφραί, «οὐδὲ αἱ χεῖρες [[ἑκατέρωθεν]] ἐκ τῶν ὤμων κινοῦνται ἐλαφρῶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 628.
}}
}}