πταίρω: Difference between revisions

1,918 bytes added ,  5 August 2017
6_1
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0807.png Seite 807]] fut. πταρῶ, aor. I. ἔπταρα, gew. aor. II. ἔπταρον, <b class="b2">niesen</b>; μέγ' ἔπταρε, er nies'te laut, Od. 17, 541, wo es schon als gute Vorbedeutung gilt, vgl. 545, Her. 6, 107, Ar. Ran. 646; πτάρε, Plat. Conv. 185 e; Sp. – Uebertr. von der Lampe, sich schneuzen, λύχνε, τρὶς ἔπταρες, Ep. ad. 61 (VI, 333). – Besser attisch soll [[πτάρνυμαι]] sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0807.png Seite 807]] fut. πταρῶ, aor. I. ἔπταρα, gew. aor. II. ἔπταρον, <b class="b2">niesen</b>; μέγ' ἔπταρε, er nies'te laut, Od. 17, 541, wo es schon als gute Vorbedeutung gilt, vgl. 545, Her. 6, 107, Ar. Ran. 646; πτάρε, Plat. Conv. 185 e; Sp. – Uebertr. von der Lampe, sich schneuzen, λύχνε, τρὶς ἔπταρες, Ep. ad. 61 (VI, 333). – Besser attisch soll [[πτάρνυμαι]] sein.
}}
{{ls
|lstext='''πταίρω''': (ὁ ἐν χρήσει ἐνεστὼς [[εἶναι]] τὸ ἀποθ. [[πτάρνυμαι]], Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1, 2 κἑξ.)· ἀόρ. β΄ ἔπτᾰρον Ὅμ., κτλ. (πρβλ. [[ἐπιπταίρω]])· σπανίως ἀόρ. α΄ πτάραντες, Ἀριστ. Προβλ. 33. 16. - Παθ., ἴδε ἐν τέλει. Πταρνίζομαι, κοινῶς «φταιρνίζομαι, μέγ’ ἔπτᾰρε, «φταιρνίσθηκε δυνατά», Ὀδ. Ρ. 541, - [[ὅπερ]] [[ἐκεῖ]] λαμβάνεται ὡς καλὸς [[οἰωνός]], πρβλ. 545, Ἀριστοφ. Βάτρ. 647· [[ἔπταρον]] εἰς ἀνέμους Ἀνθ. Π. 11. 375· οὐδὲ λέγει «Ζεῦ σῶσον», ἐὰν πτάρῃ, ὡς [[ἡμεῖς]] λέγομεν [[ὑγεία]]!» «γειά σου», Ἀνθ. Π. 11. 268· ([[ἐντεῦθεν]], πταρμὸν δ’ ὄρνιθα καλεῖτε Ἀριστοφ. Ὄρν. 720· [[σημεῖον]] οἰωνιστικὸν κατὰ τὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 11, 6. πρβλ. Ἀθην. 66C)· [[ὡσαύτως]] ὁ κακὸς [[οἰωνός]], λυπούμεθ’, ἢν πταρῇ τις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 5. 9· - [[κάμνω]] τι [[ὅπως]] πταρνισθῶ, ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κινήσαις ἂν τὴν [[ῥῖνα]], πτάρε Πλάτ. Συμπ. 185Ε· μεταφορ., ἐπὶ λύχνου «πρωτσαλίζω», Ἀνθ. Π. 6. 333· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. ἀορ. μετοχ. πταρεὶς Πλάτ. Ἱππ. 1145G, Ἀριστ. Προβλ. 8. 8. (Ἡ √ΠΤΑΡ, πτάρνυσθαι παρίσταται ἐν τῇ Λατ. διὰ τοῦ STFR, ster-nuere, πρβλ. πτύρομαι).
}}
}}