3,274,913
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πταίρω''': (ὁ ἐν χρήσει ἐνεστὼς [[εἶναι]] τὸ ἀποθ. [[πτάρνυμαι]], Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1, 2 κἑξ.)· ἀόρ. β΄ ἔπτᾰρον Ὅμ., κτλ. (πρβλ. [[ἐπιπταίρω]])· σπανίως ἀόρ. α΄ πτάραντες, Ἀριστ. Προβλ. 33. 16. - Παθ., ἴδε ἐν τέλει. Πταρνίζομαι, κοινῶς «φταιρνίζομαι, μέγ’ ἔπτᾰρε, «φταιρνίσθηκε δυνατά», Ὀδ. Ρ. 541, - [[ὅπερ]] [[ἐκεῖ]] λαμβάνεται ὡς καλὸς [[οἰωνός]], πρβλ. 545, Ἀριστοφ. Βάτρ. 647· [[ἔπταρον]] εἰς ἀνέμους Ἀνθ. Π. 11. 375· οὐδὲ λέγει «Ζεῦ σῶσον», ἐὰν πτάρῃ, ὡς [[ἡμεῖς]] λέγομεν [[ὑγεία]]!» «γειά σου», Ἀνθ. Π. 11. 268· ([[ἐντεῦθεν]], πταρμὸν δ’ ὄρνιθα καλεῖτε Ἀριστοφ. Ὄρν. 720· [[σημεῖον]] οἰωνιστικὸν κατὰ τὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 11, 6. πρβλ. Ἀθην. 66C)· [[ὡσαύτως]] ὁ κακὸς [[οἰωνός]], λυπούμεθ’, ἢν πταρῇ τις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 5. 9· - [[κάμνω]] τι [[ὅπως]] πταρνισθῶ, ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κινήσαις ἂν τὴν [[ῥῖνα]], πτάρε Πλάτ. Συμπ. 185Ε· μεταφορ., ἐπὶ λύχνου «πρωτσαλίζω», Ἀνθ. Π. 6. 333· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. ἀορ. μετοχ. πταρεὶς Πλάτ. Ἱππ. 1145G, Ἀριστ. Προβλ. 8. 8. (Ἡ √ΠΤΑΡ, πτάρνυσθαι παρίσταται ἐν τῇ Λατ. διὰ τοῦ STFR, ster-nuere, πρβλ. πτύρομαι). | |lstext='''πταίρω''': (ὁ ἐν χρήσει ἐνεστὼς [[εἶναι]] τὸ ἀποθ. [[πτάρνυμαι]], Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1, 2 κἑξ.)· ἀόρ. β΄ ἔπτᾰρον Ὅμ., κτλ. (πρβλ. [[ἐπιπταίρω]])· σπανίως ἀόρ. α΄ πτάραντες, Ἀριστ. Προβλ. 33. 16. - Παθ., ἴδε ἐν τέλει. Πταρνίζομαι, κοινῶς «φταιρνίζομαι, μέγ’ ἔπτᾰρε, «φταιρνίσθηκε δυνατά», Ὀδ. Ρ. 541, - [[ὅπερ]] [[ἐκεῖ]] λαμβάνεται ὡς καλὸς [[οἰωνός]], πρβλ. 545, Ἀριστοφ. Βάτρ. 647· [[ἔπταρον]] εἰς ἀνέμους Ἀνθ. Π. 11. 375· οὐδὲ λέγει «Ζεῦ σῶσον», ἐὰν πτάρῃ, ὡς [[ἡμεῖς]] λέγομεν [[ὑγεία]]!» «γειά σου», Ἀνθ. Π. 11. 268· ([[ἐντεῦθεν]], πταρμὸν δ’ ὄρνιθα καλεῖτε Ἀριστοφ. Ὄρν. 720· [[σημεῖον]] οἰωνιστικὸν κατὰ τὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 11, 6. πρβλ. Ἀθην. 66C)· [[ὡσαύτως]] ὁ κακὸς [[οἰωνός]], λυπούμεθ’, ἢν πταρῇ τις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 5. 9· - [[κάμνω]] τι [[ὅπως]] πταρνισθῶ, ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κινήσαις ἂν τὴν [[ῥῖνα]], πτάρε Πλάτ. Συμπ. 185Ε· μεταφορ., ἐπὶ λύχνου «πρωτσαλίζω», Ἀνθ. Π. 6. 333· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ. ἀορ. μετοχ. πταρεὶς Πλάτ. Ἱππ. 1145G, Ἀριστ. Προβλ. 8. 8. (Ἡ √ΠΤΑΡ, πτάρνυσθαι παρίσταται ἐν τῇ Λατ. διὰ τοῦ STFR, ster-nuere, πρβλ. πτύρομαι). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> πταρῶ, <i>ao.2</i> [[ἔπταρον]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.2</i> ἐπτάρην;<br />éternuer : μέγ’ ἔπταρε OD il éternua fortement (ce qui était un présage favorable).<br />'''Étymologie:''' R. Πταρ, éternuer ; cf. [[πτάρνυμαι]], <i>lat.</i> sternuto. | |||
}} | }} |