3,277,121
edits
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ [[τεῖχος]], viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ [[τεῖχος]], viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπυκνόω''': [[γεμίζω]] πυκνὰ μέ τι [[πρᾶγμα]], τρήμασι τὸ [[τεῖχος]] Πολύβ. 8. 7, 6· θύρας ἥλοις Διόδ. 17. 71· τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβὰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν, μὲ ἀφθονίαν παραδειγμάτων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ τοῦ στερεώματος καταπεπυνκῶσθαι… πλήθει ἀστέρων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 18· ἐπὶ χώρας, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι, εἶμαι πυκνῶς πεφυτευμένος με…, Διόδ. 3. 44· μεταφ., σταθμοὶ ἐγείροντο καὶ ἐπαύλεις καὶ τῇ [[πάλαι]] [[ῥᾳστώνῃ]] καταπυκνοῦται Θεμίστ. 16. 112. ΙΙ. [[ἀναγκάζω]] εἰς μικρὰν περιοχήν, [[συμπιέζω]], συμπυκνῶ, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονὴν Δάμοξ. ἐν «Συντρόφ.» 1. 62· καὶ [[ὡσαύτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν Ἐπίκουρον, τάλαντ’ ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα, ἐδαπάνησα τέσσαρα τάλαντα διὰ μιᾶς ἢ ἐπεσώρευσα, [[αὐτόθι]] 4· ὡς [[παράδειγμα]] τῆς τοιαύτης χρήσεως ἀναφέρεται τοῦ Ἐπικούρου ἐν Διογ. Λ. 10. 142, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ. (ἀλλὰ τὸ λοιπὸν τῆς προτάσεως φάινεται ἐφθαρμένον)· πρβλ. [[καταπύκνωσις]]· καταπεπυκνωμένη [[ἡδονή]], ἡ τελεία, ἡ [[ἀπόλυτος]]· καταπεπύκνωται ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους [[πραγματεία]], πυκνή, συχνὴ ἡ [[χρῆσις]] αὐτῆς γέγονεν, Πορφυρ. β. Πλάτ. 14. 23, 136. ΙΙΙ. Παθ., συμπυκνοῦμαι, ἐπί τινων εἰδῶν συλλογισμοῦ (πρβλ. [[πυκνόω]] V), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 14, 2· [[ἀλλά]], εἰ μὴ καταπυκνοῦταί τι, ἂν δὲν εἶνε [[πάντοτε]] εὔκολον, ἐφαρμόσιμον, Μ. Ἀντων. 5. 9. | |||
}} | }} |