καταπυκνόω
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
A stud thickly, τρήμασι τὸ τεῖχος Plb.8.5.6; θύρας ἥλοις D.S.18.71; τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβάς D.H.Comp.16; παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plu.Lyc.27; τοῖς ὑπερβατοῖς Phld.Rh.1.160 S.:—Pass., of the sky, καταπεπυκνῶσθαι… πλήθει ἀστέρων Arist.Mete.346a29; of a country, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι to be thickly planted with… (v.l. for -πεφυτεῦσθαι), D.S. 3.44: metaph., βίος ἐν θαλίαις -πεπυκνωμένος Porph.Plot.23.
II force into a small compass, compress, condense, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονήν Damox.2.62; τάλαντ' ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα spent four talents in a lump, ib.4; to illustrate this is cited the dogma of Epicur., Sent.9, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ., cf. καταπύκνωσις; ὁ Λυκοῦργος τοὺς πολίτας τῇ σιωπῇ πιέζων συνῆγε καὶ κατεπύκνου Plu.2.510f:—Pass., -πεπύκνωται ἡ πραγματεία Porph. Plot.14; also εἰ μὴ -πυκνοῦταί σοι τὸ ἀπὸ δογμάτων ὀρθῶν ἕκαστα πράσσειν that your habit of acting… is not consolidated, M.Ant.5.9.
2 in Music, κ. τὸ διάγραμμα fill up the intervals in a scale (with smaller intervals), Aristox.Harm.p.7 M.:—Pass., Theo Sm.p.91 H., Nicom. Exc.7.
III Pass., to be condensed, of complex forms of inference (cf. πυκνόω v), Arist.APo.79a30.
German (Pape)
[Seite 1373] ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ τεῖχος, viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142.
French (Bailly abrégé)
καταπυκνῶ :
I. rendre très dense :
1 condenser fortement ; Pass. être couvert de;
2 épaissir, consolider;
II. rendre fréquent ; Pass.
1 être d'un emploi fréquent;
2 être travaillé fréquemment ; être réduit, aminci par un travail fréquent.
Étymologie: κατάπυκνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πυκνόω volproppen:; κατεπύκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν hij vulde de stad met een massa voorbeelden Plut. Lyc. 27.5; verdikken, dichter maken:; ταῖς ἐννοίαις καὶ τοῖς ὀνόμασιν καταπυκνῶν τὸν λόγον door de gedachten en de woorden diepgang gevend aan zijn betoog Luc. 58.14; samenpersen:. κ. τὸν ἀέρα de lucht samenpersen Plut. Aem. 14.7.
Russian (Dvoretsky)
καταπυκνόω: густо усаживать (θύρας ἥλοις Diod.): κ. τρήμασι τεῖχος Polyb. продырявить стену во многих местах; ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι Diod. быть сплошь покрытым масличными деревьями; κατεπύκνου παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν Plut. (Ликург) наполнил город множеством (назидательных) образцов; (ὁ κύκλος), ἐν ᾧ μᾶλλον φαίνεται καταπεπυκνῶσθαι καὶ μεγέθει καὶ πλήθει ἀστέρων Arst. (небесный) круг, в котором кажется сосредоточенным наибольшее количество наибольших звезд.
Greek (Liddell-Scott)
καταπυκνόω: γεμίζω πυκνὰ μέ τι πρᾶγμα, τρήμασι τὸ τεῖχος Πολύβ. 8. 7, 6· θύρας ἥλοις Διόδ. 17. 71· τοῖς ἀφώνοις τὰς συλλαβὰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· παραδειγμάτων πλήθει τὴν πόλιν, μὲ ἀφθονίαν παραδειγμάτων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ τοῦ στερεώματος καταπεπυνκῶσθαι… πλήθει ἀστέρων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 18· ἐπὶ χώρας, ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι, εἶμαι πυκνῶς πεφυτευμένος με…, Διόδ. 3. 44· μεταφ., σταθμοὶ ἐγείροντο καὶ ἐπαύλεις καὶ τῇ πάλαι ῥᾳστώνῃ καταπυκνοῦται Θεμίστ. 16. 112. ΙΙ. ἀναγκάζω εἰς μικρὰν περιοχήν, συμπιέζω, συμπυκνῶ, Ἐπίκουρος οὕτω κατεπύκνου τὴν ἡδονὴν Δάμοξ. ἐν «Συντρόφ.» 1. 62· καὶ ὡσαύτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν Ἐπίκουρον, τάλαντ’ ἐγώ σοι κατεπύκνωσα τέτταρα, ἐδαπάνησα τέσσαρα τάλαντα διὰ μιᾶς ἢ ἐπεσώρευσα, αὐτόθι 4· ὡς παράδειγμα τῆς τοιαύτης χρήσεως ἀναφέρεται τοῦ Ἐπικούρου ἐν Διογ. Λ. 10. 142, εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ κτλ. (ἀλλὰ τὸ λοιπὸν τῆς προτάσεως φάινεται ἐφθαρμένον)· πρβλ. καταπύκνωσις· καταπεπυκνωμένη ἡδονή, ἡ τελεία, ἡ ἀπόλυτος· καταπεπύκνωται ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους πραγματεία, πυκνή, συχνὴ ἡ χρῆσις αὐτῆς γέγονεν, Πορφυρ. β. Πλάτ. 14. 23, 136. ΙΙΙ. Παθ., συμπυκνοῦμαι, ἐπί τινων εἰδῶν συλλογισμοῦ (πρβλ. πυκνόω V), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 14, 2· ἀλλά, εἰ μὴ καταπυκνοῦταί τι, ἂν δὲν εἶνε πάντοτε εὔκολον, ἐφαρμόσιμον, Μ. Ἀντων. 5. 9.
Greek Monotonic
καταπυκνόω: μέλ. -ώσω, γεμίζω κάτι ασφυκτικά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from κατάπυκνος fut. ώσω
to stud thickly with a thing, Plut.