σιτομετρέω: Difference between revisions

6_1
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] 1) ein [[σιτομέτρης]] sein, sein Amt. Geschäft versehen. – 2) Getreide, übh. Lebensmittel nach bestimmtem Maaße austheilen, τὴν δύναμιν, für das Heer, das Heer mit Getreide versorgen, Pol. 4, 63, 10. 5, 2, 11, oft auch pass., οἱ στρατιῶται σιτομετροῦνται, die Soldaten empfangen. nach bestimmtem Maaße Proviant und Kost.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] 1) ein [[σιτομέτρης]] sein, sein Amt. Geschäft versehen. – 2) Getreide, übh. Lebensmittel nach bestimmtem Maaße austheilen, τὴν δύναμιν, für das Heer, das Heer mit Getreide versorgen, Pol. 4, 63, 10. 5, 2, 11, oft auch pass., οἱ στρατιῶται σιτομετροῦνται, die Soldaten empfangen. nach bestimmtem Maaße Proviant und Kost.
}}
{{ls
|lstext='''σῑτομετρέω''': ([[σιτομέτρης]]) μετρῶ ἢ [[παρέχω]] μερίδας σίτου ἢ ζωοτροφιῶν, Πολυβ. Ἀποσπ. 44· σ. τινι Διόδ. 13. 58· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σ. σῖτον Ἑββ. (Γένεσ. ΜΖ΄, 12). 2) μεταβ., σ. δύναμιν, [[ἐφοδιάζω]] [[στράτευμα]] μὲ τροφάς, Πολύβ. 4. 63, 10, κτλ. ― Παθ., οἱ πεζοὶ σιτομετροῦνταί τι, λαμβάνουσι τι κατὰ μερίδας ὡς τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. 6. 39, 13. ― Ὁ Φρύνιχ. 383 καὶ ὁ Θωμ. Μάγιστρ. 795 ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν προτιμῶντες σῖτον μετροῦμαι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.
}}
}}