καταδουλόω: Difference between revisions

6_4
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] unterjochen, zum Sklaven machen; Ἀθήνας, im Ggstz von ἐλευθέρας ποιεῖν, Her. 6, 109; Thuc. 3, 70 u. A.; καταδεδουλωμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου Plat. Conv. 219 e. – Häufig im med., sich unterjochen, Her. 7, 51 Xen. Mem. 2, 1, 12 Plat. Menex. 245 u. Folgde; so auch das perf. bei Eur. I. A. 1269; Plat. Menex. 240 a u. Sp., wie D. Sic. 14, 66. – Auch übertr., τὸ λογιστικὸν καταδουλωσάμενος Plat. Rep. VIII, 553 d; τὰς ἐπιθυμίας Aristoxen. bei Ath. XII, 545 ci übh. unterwürfig, knechtisch gesinnt machen, Xen. Cyr. 3, 1, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] unterjochen, zum Sklaven machen; Ἀθήνας, im Ggstz von ἐλευθέρας ποιεῖν, Her. 6, 109; Thuc. 3, 70 u. A.; καταδεδουλωμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου Plat. Conv. 219 e. – Häufig im med., sich unterjochen, Her. 7, 51 Xen. Mem. 2, 1, 12 Plat. Menex. 245 u. Folgde; so auch das perf. bei Eur. I. A. 1269; Plat. Menex. 240 a u. Sp., wie D. Sic. 14, 66. – Auch übertr., τὸ λογιστικὸν καταδουλωσάμενος Plat. Rep. VIII, 553 d; τὰς ἐπιθυμίας Aristoxen. bei Ath. XII, 545 ci übh. unterwürfig, knechtisch gesinnt machen, Xen. Cyr. 3, 1, 23.
}}
{{ls
|lstext='''καταδουλόω''': ἄγω εἰς δουλείαν, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 109· τὴν Ἑλλάδα 8. 144· Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν Θουκ. 3. 70, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Ε. ― Παθ., καταδεδούλωντο Ἡρόδ. 5. 116· κατεδουλώθησαν 6. 22· καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Πλάτ. Συμπ. 219Ε, πρβλ. Λυσ. 149. 39. 2) εὐχρηστότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[κάμνω]] τινὰ δοῦλον εἰς ἐμαυτόν, ὑποδουλώνω, τὴν μητρόπολιν Ἡρόδ. 7. 51· τινας Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13, κτλ.· ἡ [[τύχη]]… τὸ [[σῶμα]] κατεδουλώσατο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 39· οὕτω καὶ παθητ. πρκμ. καταδεδούλωμαι Εὐρ. Ι. Α. 1269, Πλάτ. Πολ. 351Β, Μενέξ. 240Α· δουλείαν κ. τινα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΘ΄, 18). ΙΙ. ὑποδουλώνω τὸ [[πνεῦμα]], ἐξασθενῶ, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ [[ἀνάγκη]] Ἀππ. Καρχηδ. 81. ― Παθ., Ξεν. Κυρ. 3. 1, 23, Πλάτ., κλ. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταδουλοῦσθαι τὴν γνώμην Ἱππ. π. Ἀγμ. 762· τὰς ψυχὰς Ἰσοκρ. 270C· τὸ λογιστικὸν Πλάτ. Πολ. 553D.
}}
}}