Anonymous

καταδουλόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδουλόω''': ἄγω εἰς δουλείαν, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 109· τὴν Ἑλλάδα 8. 144· Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν Θουκ. 3. 70, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Ε. ― Παθ., καταδεδούλωντο Ἡρόδ. 5. 116· κατεδουλώθησαν 6. 22· καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Πλάτ. Συμπ. 219Ε, πρβλ. Λυσ. 149. 39. 2) εὐχρηστότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[κάμνω]] τινὰ δοῦλον εἰς ἐμαυτόν, ὑποδουλώνω, τὴν μητρόπολιν Ἡρόδ. 7. 51· τινας Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13, κτλ.· ἡ [[τύχη]]… τὸ [[σῶμα]] κατεδουλώσατο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 39· οὕτω καὶ παθητ. πρκμ. καταδεδούλωμαι Εὐρ. Ι. Α. 1269, Πλάτ. Πολ. 351Β, Μενέξ. 240Α· δουλείαν κ. τινα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΘ΄, 18). ΙΙ. ὑποδουλώνω τὸ [[πνεῦμα]], ἐξασθενῶ, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ [[ἀνάγκη]] Ἀππ. Καρχηδ. 81. ― Παθ., Ξεν. Κυρ. 3. 1, 23, Πλάτ., κλ. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταδουλοῦσθαι τὴν γνώμην Ἱππ. π. Ἀγμ. 762· τὰς ψυχὰς Ἰσοκρ. 270C· τὸ λογιστικὸν Πλάτ. Πολ. 553D.
|lstext='''καταδουλόω''': ἄγω εἰς δουλείαν, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 109· τὴν Ἑλλάδα 8. 144· Ἀθηναίοις τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν Θουκ. 3. 70, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Ε. ― Παθ., καταδεδούλωντο Ἡρόδ. 5. 116· κατεδουλώθησαν 6. 22· καταδεδουλωμένος ὑπό τινος Πλάτ. Συμπ. 219Ε, πρβλ. Λυσ. 149. 39. 2) εὐχρηστότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[κάμνω]] τινὰ δοῦλον εἰς ἐμαυτόν, ὑποδουλώνω, τὴν μητρόπολιν Ἡρόδ. 7. 51· τινας Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13, κτλ.· ἡ [[τύχη]]… τὸ [[σῶμα]] κατεδουλώσατο Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 39· οὕτω καὶ παθητ. πρκμ. καταδεδούλωμαι Εὐρ. Ι. Α. 1269, Πλάτ. Πολ. 351Β, Μενέξ. 240Α· δουλείαν κ. τινα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΘ΄, 18). ΙΙ. ὑποδουλώνω τὸ [[πνεῦμα]], ἐξασθενῶ, καταδουλοῖ τὴν τόλμαν ἡ [[ἀνάγκη]] Ἀππ. Καρχηδ. 81. ― Παθ., Ξεν. Κυρ. 3. 1, 23, Πλάτ., κλ. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταδουλοῦσθαι τὴν γνώμην Ἱππ. π. Ἀγμ. 762· τὰς ψυχὰς Ἰσοκρ. 270C· τὸ λογιστικὸν Πλάτ. Πολ. 553D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rendre esclave, asservir;<br /><b>2</b> rendre servile et lâche, avilir;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταδουλόομαι-οῦμαι asservir pour soi, soumettre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δουλόω]].
}}
}}