λείχω: Difference between revisions

1,194 bytes added ,  5 August 2017
6_13a
(13_4)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] lecken, auflecken; [[ἄδην]] ἔλειξε αἵματος τυραννικοῦ Aesch. Ag. 802; Eum. 106; ἐπίπαστα λείξας [[δημιόπρατα]] Ar. Equ. 103; ἅλα Arist. H. A. 6 extr.; Sp.; in obscönem Sinne, Ar. Equ. 1285. S. auch [[λιχμάω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] lecken, auflecken; [[ἄδην]] ἔλειξε αἵματος τυραννικοῦ Aesch. Ag. 802; Eum. 106; ἐπίπαστα λείξας [[δημιόπρατα]] Ar. Equ. 103; ἅλα Arist. H. A. 6 extr.; Sp.; in obscönem Sinne, Ar. Equ. 1285. S. auch [[λιχμάω]].
}}
{{ls
|lstext='''λείχω''': μέλλ. λείξω, Ἑβδ., ἀόρ. ἔλειξα Αἰσχύλ., Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτ. - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἐκλειχθὲν Διοσκ. 3. 44. (Ἐκ τῆς ÖΛΙΧ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. λιχανός, λιχ-[[μάομαι]], [[λιχμάζω]], λίχνος, καὶ ἐκτεταμ. ἐν τῷ λείχω· πρβλ. Σανσκρ. lih ἢ rih· Λατ. ling-o, lig-urio· Γοτθ. bi-laig-ôn (ἐπιλείχειν)· Ἀρχ. Γερμ. lecch-ôn (lecken)· Σλαυ. liz-ati· Λιθ. liz-us ([[λιχανός]]).) «γλείφω», «καταγλείφω», Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Εὐμ. 106 (πρβλ. [[ἅδην]])· λ. τὰ [[δημιόπρατα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 103· [[ἁπλῶς]] «γλείφω», ἅλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 5, Θεοφρ. Σημ. 1. 15. 2) ἡ ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. παρ’ Ἡσυχ. Θ. 826 κεῖται ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[λιχμάω]] (ὃ ἴδε), γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], παίζοντες μὲ τὰς γλώσσας των.
}}
}}