λείχω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λείχω''': μέλλ. λείξω, Ἑβδ., ἀόρ. ἔλειξα Αἰσχύλ., Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτ. - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἐκλειχθὲν Διοσκ. 3. 44. (Ἐκ τῆς ÖΛΙΧ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. λιχανός, λιχ-[[μάομαι]], [[λιχμάζω]], λίχνος, καὶ ἐκτεταμ. ἐν τῷ λείχω· πρβλ. Σανσκρ. lih ἢ rih· Λατ. ling-o, lig-urio· Γοτθ. bi-laig-ôn (ἐπιλείχειν)· Ἀρχ. Γερμ. lecch-ôn (lecken)· Σλαυ. liz-ati· Λιθ. liz-us ([[λιχανός]]).) «γλείφω», «καταγλείφω», Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Εὐμ. 106 (πρβλ. [[ἅδην]])· λ. τὰ [[δημιόπρατα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 103· [[ἁπλῶς]] «γλείφω», ἅλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 5, Θεοφρ. Σημ. 1. 15. 2) ἡ ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. παρ’ Ἡσυχ. Θ. 826 κεῖται ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[λιχμάω]] (ὃ ἴδε), γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], παίζοντες μὲ τὰς γλώσσας των.
|lstext='''λείχω''': μέλλ. λείξω, Ἑβδ., ἀόρ. ἔλειξα Αἰσχύλ., Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτ. - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἐκλειχθὲν Διοσκ. 3. 44. (Ἐκ τῆς ÖΛΙΧ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. λιχανός, λιχ-[[μάομαι]], [[λιχμάζω]], λίχνος, καὶ ἐκτεταμ. ἐν τῷ λείχω· πρβλ. Σανσκρ. lih ἢ rih· Λατ. ling-o, lig-urio· Γοτθ. bi-laig-ôn (ἐπιλείχειν)· Ἀρχ. Γερμ. lecch-ôn (lecken)· Σλαυ. liz-ati· Λιθ. liz-us ([[λιχανός]]).) «γλείφω», «καταγλείφω», Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Εὐμ. 106 (πρβλ. [[ἅδην]])· λ. τὰ [[δημιόπρατα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 103· [[ἁπλῶς]] «γλείφω», ἅλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 5, Θεοφρ. Σημ. 1. 15. 2) ἡ ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. παρ’ Ἡσυχ. Θ. 826 κεῖται ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[λιχμάω]] (ὃ ἴδε), γλώσσῃσι [[λελειχμότες]], παίζοντες μὲ τὰς γλώσσας των.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λείξω, <i>ao.</i> ἔλειξα, <i>pf. inus.</i><br />lécher.<br />'''Étymologie:''' R. Λικ, lécher ; cf. <i>lat.</i> lingo.
}}
}}