ὀρίνω: Difference between revisions

1,896 bytes added ,  5 August 2017
6_3
(13_7_1)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] (ορ), <b class="b2">erregen</b>, in Bewegung setzen; ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον, Il. 9, 4, wie 11, 298. 21, 235 Od. 7, 273. Gewöhnlich übertr., θυμόν, das Gemüth bewegen, besonders durch Mitleid, Od. 4, 366. 14, 361. 15, 486 Il. 4, 208; durch sehnsüchtiges Verlangen, z. B. nach dem Vaterlande, 2, 142. 3, 395; durch Trauer, 14, 459; durch Furcht, Od. 24, 448; durch Zorn und Unwillen, 8, 178; eben so κῆρ u. [[ἦτορ]] ὀρίνειν, 17, 47. 216; – ὀρυμαγδόν, Lärm erregen, Il. 21, 313; – pass., Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο [[θυμός]], es wurde ihm übel zu Muthe, Od. 18, 75, u. vom Zorn, τοῦ δ' ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι, 20, 9, öfter; auch in Verwirrung, Bestürzung gerathen, Τρῶες ὀρίνονται [[ἐπιμίξ]], Il. 11, 525, vgl. 521. 15, 7. 18, 223; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες, Od. 22, 23, erschreckt, aufgescheucht. – Einzeln auch bei Sp., bes. im pass. oder med., eilen, sich schnell bewegen. – S. auch compp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] (ορ), <b class="b2">erregen</b>, in Bewegung setzen; ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον, Il. 9, 4, wie 11, 298. 21, 235 Od. 7, 273. Gewöhnlich übertr., θυμόν, das Gemüth bewegen, besonders durch Mitleid, Od. 4, 366. 14, 361. 15, 486 Il. 4, 208; durch sehnsüchtiges Verlangen, z. B. nach dem Vaterlande, 2, 142. 3, 395; durch Trauer, 14, 459; durch Furcht, Od. 24, 448; durch Zorn und Unwillen, 8, 178; eben so κῆρ u. [[ἦτορ]] ὀρίνειν, 17, 47. 216; – ὀρυμαγδόν, Lärm erregen, Il. 21, 313; – pass., Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο [[θυμός]], es wurde ihm übel zu Muthe, Od. 18, 75, u. vom Zorn, τοῦ δ' ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι, 20, 9, öfter; auch in Verwirrung, Bestürzung gerathen, Τρῶες ὀρίνονται [[ἐπιμίξ]], Il. 11, 525, vgl. 521. 15, 7. 18, 223; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες, Od. 22, 23, erschreckt, aufgescheucht. – Einzeln auch bei Sp., bes. im pass. oder med., eilen, sich schnell bewegen. – S. auch compp.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρίνω''': [ῑ]: ἀόρ. ὤρῑνα, Ἐπικ. ὄρ-. Ὅμ. - Παθητ., παρατ. ὠρίνετο Ὀδ. Σ. 75: ἀόρ. ὠρίνθην, Ἐπικ. ὀρ-, Ὅμ.· (√ΟΡ, [[ὄρνυμι]]). Ἐπικ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικράτει ἐν Ἀδήλ. 1. 36), [[ἐγείρω]], [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ἀναταράττω, ἀνακινῶ, Λατιν. agitare, ὡς δ’ ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον Ἰλ. Ι. 4· ἀέλλη ... πόντον ὀρίνει Λ. 298, πρβλ. Ὀδ. Η. 273· πάντα δ’ ὄρινε ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 235· - κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., ἀναταράττω, [[διεγείρω]], [[ἐξερεθίζω]], θυμὸν ὀρίνειν Ὀδ. Δ. 366, Ἰλ. Δ. 208, κλ.· θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρ. Β. 142· μνηστῆρας ὀρίνων, κατατρομάζων, καταταράττων, Ὀδ. Ω. 448· [[ἦτορ]] ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν Ρ. 47˙ ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσσῆος [[αὐτόθι]] 216˙ [[ὡσαύτως]], ὀρ. [[γόον]] Ἰλ. Ω. 760˙ ὀρυμαγδὸν Φ. 313˙ Κύπριν Ψευδο-Φωκυλ. 1˙ φρένας [[οἶνος]] ὀρίνει Ἀνθολ. Π. 15. 9˙ - Παθ., ἐξεγείρομαι, διεγείρομαι, Ἴρῳ δ’ ὠρίνετο [[θυμός]], ἡ καρδία τοῦ Ἴ. ἐξηγείρετο ἐν αὐτῷ, Ὀδ. Σ. 75˙ θυμὸς ὀρίνθη Λ. 521. 525., Σ. 223˙ ὀρινθέντες, τρομάξαντες, Χ. 33˙ ὀρινόμενοι Πινδ. Ἀποσπ. 224˙ οὐδὲν ὀρινθεὶς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 36. ΙΙ. παρορμῶ τινα νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀρφ. Λιθ. 59.
}}
}}