ὀρίνω
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
[ῑ], aor. ὤρῑνα, Ep.
A ὄρ- Il.24.760, al.:—Med., aor. ὠρίνατο B. 12.112:—Pass., impf. ὠρίνετο Od.18.75: aor. ὠρίνθην, Ep. ὀρ- Il.5.29,al.: (cf. ὄρνυμι):—Ep. Verb (used by Epicr.11.36, Arist.Pr.947b32), stir, raise, ὡς δ' ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον Il.9.4; [ἀέλλη] πόντον ὀρίνει 11.298, cf. Od.7.273; πάντα δ' ὄρινε ῥέεθρα Il.21.235: mostly metaph., stir, move, excite, θυμὸν ὀρίνειν Od.4.366; θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀ. Il.2.142; μνηστῆρας ὀρίνων driving them wild with fear, Od.24.448; ἦτορ ἐν στήθεσσιν ὄρινε 17.47; ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος ib.216; also γόον Il.24.760; ὀρυμαγδόν 21.313; Κύπριν Ps.-Phoc.3; φρένας οἶνος ὀρίνει AP15.9 (Cyrus):—Pass., to be stirred, be roused, be troubled, be hunted, be upset, be set to flight, be agitated, Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός the heart of Irus was troubled within him, Od.18.75; ὀρίνθη θυμός Il.18.223; Τρῶας ὀρινομένους = driven in flight, 11.521, cf. 525; ὀρινθέντες affrighted, Od.22.23; ὀρινόμενοι Pi.Fr.208; οὐδὲν ὀρινθείς Epicr.11.36; ὡς πάρος οὐ λαλέεις καὶ ὀρείνομαι BCH51.326 (Athens).
II incite one to do, c.acc. et inf., Orph.L.59.
German (Pape)
[Seite 378] (ορ), erregen, in Bewegung setzen; ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον, Il. 9, 4, wie 11, 298. 21, 235 Od. 7, 273. Gewöhnlich übertr., θυμόν, das Gemüth bewegen, besonders durch Mitleid, Od. 4, 366. 14, 361. 15, 486 Il. 4, 208; durch sehnsüchtiges Verlangen, z. B. nach dem Vaterlande, 2, 142. 3, 395; durch Trauer, 14, 459; durch Furcht, Od. 24, 448; durch Zorn und Unwillen, 8, 178; eben so κῆρ u. ἦτορ ὀρίνειν, 17, 47. 216; – ὀρυμαγδόν, Lärm erregen, Il. 21, 313; – pass., Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός, es wurde ihm übel zu Muthe, Od. 18, 75, u. vom Zorn, τοῦ δ' ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι, 20, 9, öfter; auch in Verwirrung, Bestürzung geraten, Τρῶες ὀρίνονται ἐπιμίξ, Il. 11, 525, vgl. 521. 15, 7. 18, 223; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες, Od. 22, 23, erschreckt, aufgescheucht. – Einzeln auch bei Sp., bes. im pass. oder med., eilen, sich schnell bewegen. – S. auch compp.
French (Bailly abrégé)
f. et pf. inus. ; ao. ὤρινα;
Pass. ao. ὠρίνθην, pf. inus.
remuer, soulever, acc. ; Pass. se soulever : ἐκ θρόνων OD de leurs sièges ; en parl. de fuyards s'ébranler, s'enfuir ; fig. ὀρ. γόον IL soulever, provoquer des gémissements ; κῆρ OD ou θυμόν IL, OD remuer le cœur, càd exciter la colère, la pitié, la tristesse, etc. ; Pass. être ému de colère, de pitié, de crainte, etc.
Étymologie: R. Ὀρ, s'élancer ; v. ὄρνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρίνω: [ῑ]: ἀόρ. ὤρῑνα, Ἐπικ. ὄρ-. Ὅμ. - Παθητ., παρατ. ὠρίνετο Ὀδ. Σ. 75: ἀόρ. ὠρίνθην, Ἐπικ. ὀρ-, Ὅμ.· (√ΟΡ, ὄρνυμι). Ἐπικ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικράτει ἐν Ἀδήλ. 1. 36), ἐγείρω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀναταράττω, ἀνακινῶ, Λατιν. agitare, ὡς δ’ ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον Ἰλ. Ι. 4· ἀέλλη ... πόντον ὀρίνει Λ. 298, πρβλ. Ὀδ. Η. 273· πάντα δ’ ὄρινε ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 235· - κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., ἀναταράττω, διεγείρω, ἐξερεθίζω, θυμὸν ὀρίνειν Ὀδ. Δ. 366, Ἰλ. Δ. 208, κλ.· θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρ. Β. 142· μνηστῆρας ὀρίνων, κατατρομάζων, καταταράττων, Ὀδ. Ω. 448· ἦτορ ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν Ρ. 47˙ ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσσῆος αὐτόθι 216˙ ὡσαύτως, ὀρ. γόον Ἰλ. Ω. 760˙ ὀρυμαγδὸν Φ. 313˙ Κύπριν Ψευδο-Φωκυλ. 1˙ φρένας οἶνος ὀρίνει Ἀνθολ. Π. 15. 9˙ - Παθ., ἐξεγείρομαι, διεγείρομαι, Ἴρῳ δ’ ὠρίνετο θυμός, ἡ καρδία τοῦ Ἴ. ἐξηγείρετο ἐν αὐτῷ, Ὀδ. Σ. 75˙ θυμὸς ὀρίνθη Λ. 521. 525., Σ. 223˙ ὀρινθέντες, τρομάξαντες, Χ. 33˙ ὀρινόμενοι Πινδ. Ἀποσπ. 224˙ οὐδὲν ὀρινθεὶς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 36. ΙΙ. παρορμῶ τινα νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀρφ. Λιθ. 59.
English (Autenrieth)
(parallel form of ὄρνῦμι), aor. ὤρῖνα, ὄρῖνα, pass. ipf. ὠρίνετο, aor. ὠρίνθην, ὀρίνθη: stir, rouse, arouse, move, wind, waves, etc.; metaph., of anger and other passions, θῦμόν τινι, Il. 24.467, pass. Od. 18.75; γόον, κῆρ, ἦτορ; ὀρινθέντες κατὰ δῶμα, ‘stirred with dismay,’ Od. 22.23.
English (Slater)
ὀρῑνω rouse ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13.
Greek Monolingual
ὀρίνω (Α)
(ποιητ. τ.)
1. εγείρω, σηκώνω
2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω
3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῖσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το μακρό -ι- του ρήματος εξηγείται με την αναγωγή του είτε σε αρχικό τ. ὀρίνFω (πρβλ. φθίνω) είτε σε τ. ὀρίνyω (πρβλ. κλίνω). Το ρ. ὀρίνω συνδέεται με αρμ. προστ. αri «σήκω» και με τα λατ. orior «εγείρομαι» και origo. Η σύνδεση του ρήματος με το θ. ορ- του ὄρνυμι δεν φαίνεται πιθανή. Η μαρτυρία επίσης σε κορινθιακό αγγείο θέματος Ὀρι στο ανθρωπωνύμιο ὈριFων δεν διευκολύνει στην ετυμολόγησή του. Εξαιρετικά αμφίβολη, τέλος, θεωρείται και η υπόθεση ότι το αρκτικό ὀ- δεν συμπεριλαμβάνεται στο θέμα του ρήματος και ότι το θ. ρι- (πρβλ. λατ. rivus «ρυάκι»)ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (e)r-ei- «αρχίζω να κινούμαι, διεγείρομαι»].
Greek Monotonic
ὀρίνω: [ῑ] (ὄρ-νυμι), αόρ. αʹ ὤρῑνα, Επικ. ὄρῑνα· Παθ., γʹ ενικ. παρατ. ὠρίνετο, αόρ. αʹ ὠρίνθην, Επικ. ὀρ-· ανακινώ, εγείρω, εξεγείρω, σε Όμηρ.· μεταφ., θυμὸνὀρίνειν, στον ίδ.· Παθ., ὠρίνετο θυμός, μέσα του εξεγειρόταν η καρδιά του, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to excite, to stir (Il.);
Other forms: Lesb. ὀρίννω only Hdn., -ν- Alc.; s. Hamm Gramm. 36 a. 131 w. n. 313), aor. ὀρῖναι, -ασθαι, pass. ὀρινθῆναι.
Compounds: Also w. συν-, ἐξ-, ἀν-.
Derivatives: ὀρίντης m. exciter (Theognost.).
Origin: IE [Indo-European] [new; now 327 etc.] *h₃r(e)i- set in movement
Etymology: The present ὀρίνω, from where the other forms come, can stand for either for *ὀρι-ν-ι̯ω (combin. of nasal- a. yotpresent like κλίνω; Brugmann Grundr 2. II:3, 333) or for *ὀρι-νϜ-ω (themat. reshaped νυ-present; Schwyzer 698); further analysis uncertain. Disyllabic ori- is found also in Arm. ipv. ari stand up, aor. y-are-ay (< -ari-) I stand up as well as in Lat. ori-tur, orī-gō (which can however also be explained diff.); quite uncertain ΌριϜων Corinth. horsename (Fraenkel Gnomon 22, 238). Without ὀ-, we get a reduced grade rī- with many possibilities of connection, a.o. Lat. rīvus m. brook (s. W.-Hofmann s.v.); all are assembled under er-, (e)r-ei-, (e)r-eu- etc. set in movement (WP. 1, 136ff., Pok. 326ff.). This should now be *h₃r(e)i-, which will have the root of ὄρνυμι (s.v.).
Middle Liddell
ὀρῑ́νω, ὄρνυμι
to stir, raise, agitate, Hom.: metaph., θυμὸν ὀρίνειν Hom.:—Pass., ὠρίνετο θυμός his heart was stirred within him, Od.
Frisk Etymology German
ὀρίνω: -ομαι
{orínō}
Forms: (lesb. ὀρίννω nur Hdn., -ν- Alk.; s. Hamm Gramm. 36 u. 131 m. A. 313), Aor. ὀρῖναι, -ασθαι, Pass. ὀρινθῆναι,
Grammar: v.
Meaning: erregen, aufregen (ep. poet. seit Il.);
Composita : auch m. συν-, ἐξ-, ἀν- u.a.
Derivative: ὀρίντης m. Erreger (Theognost.).
Etymology : Das Präsens ὀρί̄νω, wovon sekundär die übrigen Formen, kann entweder für *ὀριν-ι̯ω (kombin. Nasal- u. Jotpräsens wie κλίνω; Brugmann Grundr 2. II:3, 333) oder für *ὀρι-νϝω (themat. umgebildetes νυ-Prasens; Schwyzer 698) stehen; weitere Analyse unsicher. Zweisilbiges ori- findet sich noch in arm. Ipv. ari stehe auf, Aor. y-are-ay (< -ari-) ich stand auf ebenso wie in lat. ori-tur, orī-gō (die aber auch anders erklärt werden können); ganz unsicher Ὀριϝων korinth. Pferdename (Fraenkel Gnomon 22, 238). Wenn man ὀ- entfernt, kann man zu einer "Reduktionsstufe" rī̆- gelangen mit sehr weiten Anknüpfungsmöglichkeiten, u.a. lat. rīvus m. Bach (s. W.-Hofmann s.v.); alles auf er-. (e)r-ei-, (e)r-eu- usw. ‘(sich) in Bewegung setzen’ zurück- geführt (WP. 1, 136ff., Pok. 326ff.), ebenso allumfassend wie unbefriedigend. — Vgl. ὄρνυμι.
Page 2,417-418