ἄμαχος: Difference between revisions

6_16
(13_6b)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] unüberwindlich, unwiderstehlich, Tragg., [[δαίμων]] Aesch. Ag. 746; [[βασιλεύς]] Pers. 840; κῦμα 90; [[ἄλγος]] Ag. 615; θεὸς [[Ἀφροδίτη]] Soph. Ant. 793; [[φθόνος]] Eur. Rhes. 456. Ebenso Pind., χεῖρες I. 5, 38; κακόν P. 2, 76; in Prosa, Her. 1, 84. 5, 3; ἡ Περσῶν [[δύναμις]] Menex. 240 d; [[ἀνήρ]] Charm. 154 d; καὶ [[ἀνίκητος]] Rep. II, 375 b; καὶ [[ἀήττητος]] Plut. Alc. 34; [[πρᾶγμα]], unwiderstehliche Gewalt, von einer schönen Frau, Xen. Cyr. 6, 1, 36; wogegen es überh. kein Mittel giebt; unmöglich, κρύψαι τὸ συγγενὲς [[ἦθος]] Pind. Ol. 13, 13. Vei Xen. Cyr. 4, 1, 16: die nach nicht gekämpft haben; ἄμαχοι διήγαγον, sie blieben ohne Kampf, Hell. 4, 4, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] unüberwindlich, unwiderstehlich, Tragg., [[δαίμων]] Aesch. Ag. 746; [[βασιλεύς]] Pers. 840; κῦμα 90; [[ἄλγος]] Ag. 615; θεὸς [[Ἀφροδίτη]] Soph. Ant. 793; [[φθόνος]] Eur. Rhes. 456. Ebenso Pind., χεῖρες I. 5, 38; κακόν P. 2, 76; in Prosa, Her. 1, 84. 5, 3; ἡ Περσῶν [[δύναμις]] Menex. 240 d; [[ἀνήρ]] Charm. 154 d; καὶ [[ἀνίκητος]] Rep. II, 375 b; καὶ [[ἀήττητος]] Plut. Alc. 34; [[πρᾶγμα]], unwiderstehliche Gewalt, von einer schönen Frau, Xen. Cyr. 6, 1, 36; wogegen es überh. kein Mittel giebt; unmöglich, κρύψαι τὸ συγγενὲς [[ἦθος]] Pind. Ol. 13, 13. Vei Xen. Cyr. 4, 1, 16: die nach nicht gekämpft haben; ἄμαχοι διήγαγον, sie blieben ohne Kampf, Hell. 4, 4, 9.
}}
{{ls
|lstext='''ἄμᾰχος''': -ον, [[ἄνευ]] μάχης‧ [[ὅθεν]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀήττητος]], ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 3, Πίνδ., ἐν λυρ. χωρίοις των τραγ., Ἀριστοφ. Λυσ. 253. 1014 (ἐν ἰάμβοις), Πλάτ., κτλ.: ἐπὶ θέσεων, τοποθεσιῶν = [[ἀπόρθητος]], Ἡρόδ. 1. 84: [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμ., [[ἀκατάσχετος]], [[ἀκαταπολέμητος]], κακόν, Πινδ. ΙΙ. 2. 139: [[κῦμα]] θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ἐπὶ αἰσθήσεως ἢ αἰσθήματος, [[ἄλγος]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 733‧ [[φθόνος]], Εὐρ. Ρῆσ. 457: ἄμ. [[πρᾶγμα]], ἐπὶ γυναικὸς εἰς τὴν καλλονὴν τῆς ὁποίας δέν δύναταὶ τις να ἀντιστῇ, ἐγώ γάρ σε συγκαθεῖρξα τούτῳ τῷ ἀμάχῳ πράγματι, [[ὁμοῦ]] μὲ τὸ ἀκαταμάχητον τοῦτο [[πλάσμα]], Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 6. 1. 36: [[οὕτως]], ἄμ. [[κάλλος]], Ἀρισταίν. 1. 24: ἄμ. [[τροφή]], Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 23: - ἄμαχόν (ἐστί) μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ ἀμήχανον, = [[εἶναι]] ἀδύνατον νὰ .., Πίνδ. Ο. 13.16. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ πολεμήσας, ὁ μὴ λαβὼν [[μέρος]] εἰς μάχην τινά, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 16: ἄμ. διάγειν, διαμένειν [[ἄνευ]] μάχης, συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 9. 2) ὁ μὴ ἔχων διάθεσιν πρὸς μάχην, [[φιλήσυχος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 855: ὁ μὴ [[φίλερις]] ἢ φιλόνικος, Ἐπιστολ. πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄, 3, πρὸς Τίτ. γ΄, 2: ἄμ. ἐβίωσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 387. 6. - Ἐπίρρ. -χως, = [[ἄνευ]] μάχης ἢ ἀγῶνος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 266: πρβλ. [[ἀμαχεί]].
}}
}}