Anonymous

ἄμαχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμᾰχος''': -ον, [[ἄνευ]] μάχης‧ [[ὅθεν]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀήττητος]], ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 3, Πίνδ., ἐν λυρ. χωρίοις των τραγ., Ἀριστοφ. Λυσ. 253. 1014 (ἐν ἰάμβοις), Πλάτ., κτλ.: ἐπὶ θέσεων, τοποθεσιῶν = [[ἀπόρθητος]], Ἡρόδ. 1. 84: [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμ., [[ἀκατάσχετος]], [[ἀκαταπολέμητος]], κακόν, Πινδ. ΙΙ. 2. 139: [[κῦμα]] θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ἐπὶ αἰσθήσεως ἢ αἰσθήματος, [[ἄλγος]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 733‧ [[φθόνος]], Εὐρ. Ρῆσ. 457: ἄμ. [[πρᾶγμα]], ἐπὶ γυναικὸς εἰς τὴν καλλονὴν τῆς ὁποίας δέν δύναταὶ τις να ἀντιστῇ, ἐγώ γάρ σε συγκαθεῖρξα τούτῳ τῷ ἀμάχῳ πράγματι, [[ὁμοῦ]] μὲ τὸ ἀκαταμάχητον τοῦτο [[πλάσμα]], Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 6. 1. 36: [[οὕτως]], ἄμ. [[κάλλος]], Ἀρισταίν. 1. 24: ἄμ. [[τροφή]], Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 23: - ἄμαχόν (ἐστί) μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ ἀμήχανον, = [[εἶναι]] ἀδύνατον νὰ .., Πίνδ. Ο. 13.16. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ πολεμήσας, ὁ μὴ λαβὼν [[μέρος]] εἰς μάχην τινά, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 16: ἄμ. διάγειν, διαμένειν [[ἄνευ]] μάχης, συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 9. 2) ὁ μὴ ἔχων διάθεσιν πρὸς μάχην, [[φιλήσυχος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 855: ὁ μὴ [[φίλερις]] ἢ φιλόνικος, Ἐπιστολ. πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄, 3, πρὸς Τίτ. γ΄, 2: ἄμ. ἐβίωσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 387. 6. - Ἐπίρρ. -χως, = [[ἄνευ]] μάχης ἢ ἀγῶνος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 266: πρβλ. [[ἀμαχεί]].
|lstext='''ἄμᾰχος''': -ον, [[ἄνευ]] μάχης‧ [[ὅθεν]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀήττητος]], ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 3, Πίνδ., ἐν λυρ. χωρίοις των τραγ., Ἀριστοφ. Λυσ. 253. 1014 (ἐν ἰάμβοις), Πλάτ., κτλ.: ἐπὶ θέσεων, τοποθεσιῶν = [[ἀπόρθητος]], Ἡρόδ. 1. 84: [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμ., [[ἀκατάσχετος]], [[ἀκαταπολέμητος]], κακόν, Πινδ. ΙΙ. 2. 139: [[κῦμα]] θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ἐπὶ αἰσθήσεως ἢ αἰσθήματος, [[ἄλγος]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 733‧ [[φθόνος]], Εὐρ. Ρῆσ. 457: ἄμ. [[πρᾶγμα]], ἐπὶ γυναικὸς εἰς τὴν καλλονὴν τῆς ὁποίας δέν δύναταὶ τις να ἀντιστῇ, ἐγώ γάρ σε συγκαθεῖρξα τούτῳ τῷ ἀμάχῳ πράγματι, [[ὁμοῦ]] μὲ τὸ ἀκαταμάχητον τοῦτο [[πλάσμα]], Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 6. 1. 36: [[οὕτως]], ἄμ. [[κάλλος]], Ἀρισταίν. 1. 24: ἄμ. [[τροφή]], Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 23: - ἄμαχόν (ἐστί) μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ ἀμήχανον, = [[εἶναι]] ἀδύνατον νὰ .., Πίνδ. Ο. 13.16. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ πολεμήσας, ὁ μὴ λαβὼν [[μέρος]] εἰς μάχην τινά, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 16: ἄμ. διάγειν, διαμένειν [[ἄνευ]] μάχης, συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 9. 2) ὁ μὴ ἔχων διάθεσιν πρὸς μάχην, [[φιλήσυχος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 855: ὁ μὴ [[φίλερις]] ἢ φιλόνικος, Ἐπιστολ. πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄, 3, πρὸς Τίτ. γ΄, 2: ἄμ. ἐβίωσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 387. 6. - Ἐπίρρ. -χως, = [[ἄνευ]] μάχης ἢ ἀγῶνος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 266: πρβλ. [[ἀμαχεί]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui ne combat pas, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui ne prend pas part au combat;<br /><b>2</b> non belliqueux, pacifique;<br /><b>II.</b> qu’on ne peut pas combattre, invincible, imprenable, irrésistible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μάχη]].
}}
}}