ἀμυδρός: Difference between revisions

6_4
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0130.png Seite 130]] ά, όν (vgl. ἀμαυρόσἶ), dunkel, schwer zu erkennen, γρἀμματα, unleserlich, Thuc. 6, 54; Dem. 59. 76; P1ut. Rom. 7; φῶς Luc. A1ex. 17; ἀμοδρὰ ναὶ ἀσαφὴς τὸ [[χρῶμα]] Plsc. 16; ἀμοδρὸν βλέπειν Ael. V. H. 6, 12. Uebh. schwach, ὄργανα, [[ὄνομα]], Plat. Phaedr. 250 b Rep. VII, 533 d u. sster; [[ἐλπίς]] Plut. Alc. 58, u. ähnl. εἴδωλα (wofür vorher κεναὶ ἐλπίδες) Crinag. 33 (IX, 234). – Bei Archil. 98 [[χοιράς]], verborgene, verderbliche Klippe. – Adv., ἀμνδρότερον ἀναφαίνεσθαι, minder deutlich, Plat. Soph. 250 e; καὶ κακῶς μιμεῖσθαι, schwach, Ae 1. H. A. 2, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0130.png Seite 130]] ά, όν (vgl. ἀμαυρόσἶ), dunkel, schwer zu erkennen, γρἀμματα, unleserlich, Thuc. 6, 54; Dem. 59. 76; P1ut. Rom. 7; φῶς Luc. A1ex. 17; ἀμοδρὰ ναὶ ἀσαφὴς τὸ [[χρῶμα]] Plsc. 16; ἀμοδρὸν βλέπειν Ael. V. H. 6, 12. Uebh. schwach, ὄργανα, [[ὄνομα]], Plat. Phaedr. 250 b Rep. VII, 533 d u. sster; [[ἐλπίς]] Plut. Alc. 58, u. ähnl. εἴδωλα (wofür vorher κεναὶ ἐλπίδες) Crinag. 33 (IX, 234). – Bei Archil. 98 [[χοιράς]], verborgene, verderbliche Klippe. – Adv., ἀμνδρότερον ἀναφαίνεσθαι, minder deutlich, Plat. Soph. 250 e; καὶ κακῶς μιμεῖσθαι, schwach, Ae 1. H. A. 2, 8.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμυδρός''': -ά, -όν, ὅμοιον τῷ [[ἀμαυρός]], [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], [[μόλις]] φαινόμενος: 1) ἐπὶ ἐντυπώσεων ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἀμυδρὰ [[χοιράς]], [[βράχος]] [[μόλις]] διακρινόμενος διὰ τοῦ ὕδατος, Ἀρχίλ. 55· ([[οὕτως]] ἐν Παυσ. 10. 28, 1, ἀναγινώσκομεν περὶ εἰκόνος τινὸς τοῦ Πολυγνώτου, ἀμυδρὰ οὕτω δή τι τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων, - σκιὰς [[μᾶλλον]] ἢ ἰχθῦς εἰκάσεις)· ἀμ. γράμματα, [[μόλις]] διακρινόμενα, Θουκ. 6. 45, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 195Α· ἀμ. [[φέγγος]], [[χρῶμα]] Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12., 3. 2, 4: - Ἐπίρρ. ἀμυδρῶς βλέπειν, ὁρᾶν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 13., 5. 30, 8· ἀμ. μιμεῖσθαί τι, μιμεῖσθαί τι οὐχὶ ἐναργῶς, [[αὐτόθι]] 2. 8, 6· ἀμ. ἔχειν, ἀσαφῶς, οὐχὶ ἐναργῶς ἔχειν, ὁ αὐτ. περὶ Γεν. Ζ. 3. 5, 6. 2) ἐπὶ ἐντυπώσεων γινομένων ἐπὶ τῆς διανοίας, ἀμ. [[εἶδος]], [[σκιώδης]] [[μορφή]], Πλάτ. Τίμ. 49Α· ἀμ. πρὸς ἀλήθειαν, ἀσαφὴς ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Πολ. 597Α· δι’ ἀμυδρῶν ὀργάνων, δι’ ἀτελῶν ὀργ., ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 250Β· μαντεῖα ἀμυδρότερα τοῦ τι σαφὲς σημαίνειν, [[λίαν]] ἀσαφῆ [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. Τίμ. 72Β· ἀμ. ἐλπὶς Πλούτ. κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀμ. καὶ οὐθὲν σαφῶς Ἀριστ. Μεταφ. 1. 4, 4· ἀμ. θιγγάνειν τινὸς [[αὐτόθι]] 1. 7, 1. - Συγκρ. ἀμυδρότερον Πλάτ. Σοφ. 250Ε. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]], πρβλ. [[ἀμαυρός]]).
}}
}}